«Το πέρασμα»

Σαν χτες βράδυ ήταν. Νύχτα υγρή και παράδοξη. Μια παράξενη δύναμη που αφυπνίζει το Είναι σου τα κρύα βράδια. Εκείνη που ταρακουνάει την φευγαλέα σου ύπαρξη και σου θυμίζει τη θνητότητά της. Σαν χτες βράδυ ήταν. Τότε. Τότε που ήμουν ημι-άνθρωπος. Με την πρύμνη ν’ ακουμπά τις παιδικές μου κούκλες και την πλώρη ν’ αγγίζει αδέξια ένα πρόπλασμα φαλλού. Δεν ήμουν γυναίκα, όχι ακόμη. Ήμουν ημιτελής, ημιμαθής, ημικοπέλα. Περπατούσα στο μονοπάτι με τα χάλκινα αγάλματα. Δεν είχα σεντόνι να κρύψω τη γύμνια μου. Τα στήθη μου σαν κακοήθη καρκινώματα με έκαιγαν. Τα μισούσα! Ένα σφάγιο ήμουν, παραπεταμένο στον πάγκο του χασάπη. Ακίνητη. Αγέλαστη. Άκαμπτη. Πέρα ως πέρα. Και με κοιτούσαν. Και με δείχναν. Με τα μάτια της αμάθειας και της κατάκρισης κοιτούσαν. Μάτια σουβλερά. Σαν ένεση καρφωμένη στο μπράτσο του ημιθανούς ναρκομανή. Πόσο τσούξιμο! Πονούσα. Αλλά παρέμενα άκαμπτη. Μόνο τα μάτια μου κινούνταν κι αυτά σε συγκεκριμένη ρότα. Ευθεία. Ευθεία. Ποτέ ματιά αριστερά ή δεξιά. Ευθεία. Φοβόμουν την εκάστοτε γωνία που θα με κοίταζαν τα σουβλερά τους μάτια. Περπάταγα μην έχοντας να ζηλέψω τίποτα απ’ την ακινησία ενός αγάλματος. Όχι χάρις, ούτε καλαισθησία, μήτε αρμονία στα μέλη μου. Αμφίβολη ύπαρξη, απλή αποποίηση ύπαρξης, αυτό ήμουν! Περπάταγα στο δάσος. Τα πάντα με φόβιζαν, το φως χροιά θανάτου. Τα τιτιβίσματα παράταιρα καγχάσματα, ριζωμένα βαθιά στο τύμπανο του αυτιού μου. Ο κάθε ήχος απειλή, το κάθε βήμα νάρκη. Αυτή ήμουν. Αυτό. Ένα φοβισμένο πλάσμα γατζωμένο στον φόβο. Τσιγκελωμένο αρνί την Κυριακή του Πάσχα. Τα κοιτάγματα των άλλων απλά κατάγματα. Ανάπηρη καρδιά, πεσμένη σε κώμα, την μέρα μάλιστα που απεργούσαν οι γιατροί! Το τρίπτυχο της ειρωνείας! Ποιος ν’ αγαπήσει κάποιον που μισεί τον ίδιο του τον εαυτό; Και γιατί να το κάνει άλλωστε; Συνέχιζα να περπατάω. Με το κεφάλι στην άμμο. Χωμένο βαθιά. Καμία άμυνα, καμιά αντίσταση, καμιά προσπάθεια. Μόνο αδέξιες νυχιές πάνω στο σώμα που μισούσα. Στο πρόσωπο που χλευάστηκε. Στη θηλυκότητα που βιάστηκε τόσο άγρια. Οι προβολείς ήταν όλοι πάνω μου. Όχι απαλό κίτρινο φως από το κομψό φωτιστικό που έχεις σπίτι σου, όχι αυτό! Τους άλλους προβολείς, του χειρουργείου. Λιποθυμούσα στο φορείο κι εκείνοι άναβαν τα φώτα. Όχι για να με γιατρέψουν. Για να με τρομάξουν. Για να εξετάσουν τις πληγές μου και να ξεσπάσουν σ’ εκείνο το τρομακτικό γέλιο που στοιχειώνει ακόμα τα όνειρά μου κάποια χειμωνιάτικα βράδια. Αυτή η καυτερή τους ανάσα πάνω στο λαιμό μου. Εκείνο το γέλιο που εγγράφηκε κάπου βαθιά στο ασυνείδητο και δεν ξεχάστηκε ποτέ. Στήθηκε μαυσωλείο και τιμήθηκε. Τιμή και δόξα στην νοσηρή ανάμνηση! Άγουρα πρώιμα νιάτα μου, πόσο σας πρόδωσα! Πόσο σας μίσησα! Πόσο με μισήσατε κι εσείς! Μέσα στη σιωπή μου συνέχισα να περπατάω, παραδόξως δεν σταμάτησα ποτέ να περπατάω. Προσδοκούσα είτε τον κακό λύκο είτε τον καλό πρίγκιπα στο κάθε βήμα. Στο μεταξύ είχα προχωρήσει πολύ. Είχα αρχίσει να κοιτάω τα τραύματά μου. Οι φωνές είχαν αρχίσει να ξεμακραίνουν. Μόνο η ηχώ τους με καταδίωκε πλέον. Δοκίμασα τα πάντα. Οτιδήποτε για να φέρω την πολυπόθητη άνοιξη στην καρδιά μου. Βουτήχτηκα σε χάπια, σε ματωμένες λεπίδες, σε βιβλία, σε ψυχοθεραπείες, σε εναλλακτικές πρακτικές,σε βαλεριάνα, σε γιόγκα, σε ύπνωση, σε ότι υπήρχε και δεν υπήρχε. Όλα αυτά για να μάθω να βλέπω το σπουργίτι και να μην το νομίζω για γύπα. Να κοιτάω το δέντρο και να μη βλέπω τη σκιά του παρά την λαμπερή ομορφάδα του. Όλα αυτά για να ξυπνάω το πρωί και να λέω ένα ταπεινό ευχαριστώ. Όλα αυτά για να μάθω ν’ αγαπάω το γαμημένο είδωλο του καθρέφτη. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω πότε ήμουν όμορφη. Πάντα οι ψίθυροι στ’ αυτιά δεν μ’ άφηναν. Όσο κι αν ομόρφαινε το είδωλο το μυαλό παρέμενε στην εικόνα του στραπατσαριμένου αγάλματος. Σφαίρα από απόπειρα αυτοκτονίας κολλημένη στο μυαλό μου. Δοκίμασα τα πάντα για να την βγάλω. Τόσο δύσκολο. Συνέχιζα να βλέπω παντού σκιές. Σε κάθε βλέμμα, κάθε βήμα, κάθε άγγιγμα. Όσο καλοπροαίρετο κι αν ήταν. Ωστόσο κάτι είχε αρχίζει ν’ αλλάζει. Μια μικρή σπίθα που είχε αρχίσει να σιγοκαίει στα σπλάχνα μου σιγά σιγά φούντωνε. Μια δύναμη μέσα μου με έσπρωχνε στη δράση. Σι ωπηρή δράση ακόμα, ελαφρώς ανάπηρη αλλά με έσπρωχνε. Συνέχιζα να μισώ την εμφάνισή μου αλλά οι φωνές εξασθενούσαν. Έκλαιγα κάποιες φορές αλλά κάτι μου έλεγε ότι έπρεπε να συνεχίσω. Σιωπηλός αγώνας. Ακόμη περπάταγα! Κούτσαινα λίγο αλλά είχα αρχίσει να ρίχνω το υλικό μου ένδυμα στο έδαφος και να κάνω δειλά βήματα προς την αναγέννηση. Ακαμψία ακόμη αλλά και μερικά ρινίσματα ελπίδας. Ναι, υπήρχε ελπίδα! Εκεί, στα τρίσβαθα της κόλασης βρέθηκε ένας ανθός λωτού που μου έδωσε ελπίδα. Και κάπου εκεί τέλειωσε ο δρόμος. Είχε κοπεί. Καμία γέφυρα να τον ενώνει με τον υπόλοιπο δρόμο. Κοίταξα κάτω, μαύρο σκοτάδι, άβυσσος που ποιος ξέρει πού τελείωνε! Έπρεπε όμως να πάρω μια απόφαση ζωής ή θανάτου, ή θα πηδούσα και θα έφτανα στην άλλη άκρη ή θα γύριζα πίσω, στην λύπη και την αυτοκαταστροφή. Πολλές σκέψεις τρεμόπαιξαν στο κεφάλι μου. Τι φοβόμουν περισσότερο; να γυρίσω πίσω; να πέσω και να χαθώ στην άβυσσο που μεσολαβούσε ή να πάρω το ρίσκο και ν’ ανακαλύψω τι υπάρχει στο υπόλοιπο του δρόμου; Είναι η στιγμή που η ζωή σου περνά σα ταινία μπροστά απ’ τα μάτια σου, ένα γρήγορο backwards και πρέπει να πάρεις μια κρίσιμη απόφαση άμεσα. Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω το γιατί, δεν ξέρω γιατί δεν με σκιάξαν πάλι τα τέρατα όμως πήρα φόρα και πήδηξα. Κι ενώ πετούσα πάνω απ’ το κενό που ήταν μεταξύ των δύο δρόμων ξαφνικά τα πάντα πάγωσαν. Έμεινα να αιωρούμαι μεταξύ του χτες και του αύριο. Κοίταξα ψηλά και για πρώτη φορά είδα τα χιλιάδες αστέρια που είχαν κατακλύσει τον ουρανό. Ποτέ άλλοτε δεν είχα τολμήσει να σηκώσω ψηλά τα μάτια. Και τότε με χτύπησε. Μια μαγική λάμψη εξερράγη μέσα στα μάτια μου. Ένα εκτυφλωτικό φως που διέχυσε κάθε μέλος του σώματός μου. Σαν την θεϊκή αύρα που σκεπάζει τους Αγίους της Εκκλησίας. Και κατάλαβα. Άξιζε να πάρω φόρα. Άξιζε το σάλτο μορτάλε. Άξιζε το ρίσκο. Όταν η σκηνή ξεπάγωσε βρέθηκα στην άλλη άκρη του δρόμου. Ένιωσα σαν θύμα τροχαίου που ξυπνά μισοζαλισμένο και συνειδητοποιεί ότι ζει. Κοίταξα πίσω. Ο άλλος δρόμος ήταν ημιφωτισμένος, χαμένος στη σκιά του. Στην άκρη του έστεκαν τα φαντάσματα με τα περίστροφα που με κυνηγούσαν τόσα χρόνια. Όμως το ήξερα, δεν θα έπαιρναν το ρίσκο να πηδήξουν απέναντι γιατί πάω στοίχημα τα λεφτά του κουμπαρά μου ότι θα τα κατάπινε η χαράδρα. Ο δρόμος που πατούσα τώρα ήταν διαφορετικός. Το τοπίο ήταν ποτισμένο με μια αραχνοϋφαντη ομίχλη λουσμένη στο φως. Παντού φως και γρασίδι. Έπιασα το σώμα μου. Ήταν ντυμένο με ένα σατέν άσπρο φόρεμα. Τόσο απαλό στο άγγιγμα. Το ίδιο και τα μαλλιά μου. Και το πρόσωπό μου. Ό,τι μισούσα είχε πια μια απαλή υφή. Δεν με πλήγωνε πια, ούτε με τρόμαζε. Χαμογέλασα. Όχι ψεύτικα μειδιάματα, ούτε επιφυλακτικά, αγνά ατόφια χαμόγελα πλημμύρισαν το πρόσωπό μου. Μόλις είχα πετάξει το προσωπείο μου και το τσαλαπατούσα. Το έκανα κομμάτια. Άρχισα πάλι να περπατάω. Ευχές και γούρια άρχισαν να επιπλέουν στις φλέβες μου. Μελίρρυτες φωνές σειρήνων μ’ έκαναν να νιώθω ασφαλής. Για πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό στη ναφθαλίνη. Και τότε άρχισα τις πιρουέτες. Άρχισα να προσδίδω χάρη στην κάθε μου κίνηση. Το σώμα μου ξυπνούσε από την λήθη του. Ετεροχρονισμένος οργασμός μιας εποχής που χάθηκε. Όμως και η ωραία κοιμωμένη όσα χρόνια κι αν κοιμήθηκε, όσο κι αν μπήκε βαθιά το αδράχτι της εφηβείας, ξύπνησε! Τώρα ο κόσμος μου ήταν ένα κατακκόκινο ρόδι, βροχή από σπόρους ροδιού χάιδευε το κεφάλι μου, πηγές με αναβλύζον φως ξέπλεναν την υποτιθέμενη αμαρτία του δέρματός μου. Υπήρχαν ακόμη δράκοι, όμως οι άμυνες μου είχαν επιτέλους φρεσκαριστεί, το κεφάλι μου δεν ήταν χωμένο στην άμμο παρά κοίταζε τα εκατοντάδες αστέρια τ’ ουρανού. Το ταξίδι ήταν ακόμη μακρύ αλλά άξιζε το ρίσκο. Η φαυλότητα και η αγνότητα είναι στα μάτια, εμείς επιλέγουμε με ποιον τρόπο θέλουμε να κοιτάξουμε τον κόσμο. ΕΜΕΙΣ.
«Πολύφημος»

Η ανάσα μου σκάλωσε πάνω στις σαιξπιρικές σου κολακείες. Που δεν άργησαν να γίνουν σεξπιρικές. Σεξπικρικές. Κι εγώ υπνωτισμένη ακολουθούσα την πλάνη σου. Είχε τόσο γλυκό άρωμα. Όπως το άρωμα μιας μαργαρίτας λίγο πριν ξεψυχήσει κάτω απ’ την μπότα του αγρότη. Αλλά δεν με πείραζε. Μισομαδημένη και τσαλακωμένη πέταξα τα πατημένα μου πέταλα και συνέχιζα να σε πιστεύω. Μια ατελείωτη πάλη, ζάλη, πάλι. Τα τοξικά σου μυθεύματα τα έβλεπα σαν σαπουνόφουσκες που ιριδίζουν κάτω απ’ το χειμωνιάτικο ηλιοβασίλεμα. Έμενα στην μπανιέρα με το υδροκυάνιο για μέρες νομίζοντας πως πλέω σε ποτάμια με παχύρρευστο χρυσάφι. Η τέλεια περιπλάνηση. Η ιδανική παραπλάνηση. Η ηδονική αποπλάνηση. Πάντα μπέρδευα τις προθέσεις. Κι όμως επέμενα να βουλιάζω στον καναπέ μπροστά απ’ την τηλεόραση συγκινημένη από το γλυκανάλατο Love Story. Και δεν γύρισα ποτέ το κεφάλι να δω τον καθρέφτη που μ’ έδειχνε στην ίδια στάση βυθισμένη στην απάθεια μπροστά από μια οθόνη πλημμυρισμένη από παράσιτα. Μαλακό «χιόνι» που κάλυπτε την κρίση μου. Μπαλωμένος φερετζές που έκρυβε την όραση, τη νόηση, την παρανόηση. Κάποιος θα πρέπει να με κάνει να δω. Θα το κάνει;
«Μούσα»

Είμαι φωτογράφος. Το σκηνικό είναι ξεφτισμένο. Το δάπεδο σπασμένο. Καλυμμένο με χρυσοπράσινα φύλλα. Το μοντέλο μου είναι ξαπλωμένο στο πάτωμα. Το κεφάλι του πάνω στο δεξί του χέρι. Τυλιγμένο με επίδεσμο. Ένα τατουάζ με σκορπιό στο λαιμό. Τον τροφοδοτεί με φαρμάκι. Το αριστερό χέρι στην κοιλιά του. Μάτια κλειστά. Μια μουτζουρωμένη γραμμή μέχρι τα μήλα. Ψευδαίσθηση ενός δακρύου που ξέβαψε τη μάσκαρα. Ανάμνηση μιας μωλωπιασμένης εφηβείας. Στην πλάτη μαύρα φτερά. Ο εξόριστος άγγελος. Από Παράδεισο και Κόλαση. Στο γυμνό στήθος αμυχές θανάτου. Νυχιές από την πάλη με τους άλλους αγγέλους. Τους αψεγάδιαστους των εικόνων της εκκλησίας. Ένα μαύρο σεντόνι καλύπτει την ανηθικότητα. Τον ετεροχρονισμένο οργασμό. Κοιμάται. Ακούει νανουρίσματα. Would you mind if I killed you? Would you mind if I tried to? Cause you have turned into my worst enemy. You carry hate that I don’t feel. It’s over now. What have you done? There’s a curse between us, between me and you. Κι εγώ απαθανατίζω τα γδαρμένα του όνειρα με πολαρόιντ. Λαθραία.
«Εθισμός – Μελαγχολία»

Το είπε πάλι. Δεν θα το ξανακάνει. Αύριο είναι καινούρια μέρα. Τα πουλάκια κελαηδούν. Το φως καίει. Η βαβούρα του όχλου είναι μελωδία. Θα έπρεπε. Θα έπρεπε να τα νιώθει. Αλλά κάθε μέρα ξεχνιόταν. Φρόντιζε τις μελανιές του καθρέφτη. Δεν είχε χρόνο. Τις φρόντιζε και προσευχόταν. Κάθε μέρα το ίδιο πράγμα. Να γίνω νηπενθής. Να γίνω νηπενθής. Νηπενθής. Νηπενθής. Νηπενθής.
«Εθισμός – S.I.»

Το έκανε παλιά. Ιδιότυπο ξέσπασμα. Θυμός της σάρκας. Έψαχνε τον γαλάζιο στόχο. Ο πορφυρός πίδακας ηρεμούσε την εσωστρέφειά του. Δεν είχε άλλο τρόπο να μιλήσει. Και οι άλλοι τρομοκρατούνταν. Αλλά δεν μιλούσαν. Τους καταλάβαινε. Δεν ήξεραν πώς να βοηθήσουν. Έτρεχαν ξοπίσω του με τα τουρνικέ (ιατρ. αιμοστατικός επίδεσμος) στο χέρι. Κι εκείνος κάγχαζε. Με την άγνοιά τους. Με την άλικη ηδονή της αυτοκαταστροφής. Με την ολική καταστροφή της αυτοηδονής. Το ξεπέρασε.
«My immortal»

Οι νότες στο πιάνο χτυπησαν 24. Στάσου. Το τραγούδι δεν ακούστηκε φάλτσο. Τόσα χρόνια παραφωνίας και μόλις πέτυχες τη σωστή μελωδία. Επιτέλους. Πάντα κάτι έφταιγε.Το σπασμένο πλήκτρο. Το ανύπαρκτο πετάλι. Η γάτα που έκλεινε ξαφνικά το καπάκι. Και οι παρτιτούρες; Μπροστά στα μάτια σου για χρόνια. Αλλά δεν πήγαινες οφθαλμίατρο για τη μυωπία. Μόνο δικαιολογίες για να μην παραδεχτείς την ενοχή σου. Την αμέλεια. Την αισχρή ασέβεια.
«Ακροβάτης»

Τσιμεντένια σκαλιά. Τ’ ανεβαίνει. Ένα. Δύο. Τρία. Δέκα. Ανοίγει την σιδερένια πόρτα. Ταράτσα. Είναι νύχτα. Χειμώνας. Φυσάει. Ήρθε η μεγάλη ώρα. Σήμερα θα γίνει Ίκαρος. Το υποσχέθηκε. Πράξη εκδίκησης. Ποιον εκδικείται; Τους άλλους. Νομίζει. Τον εαυτό του. Νομίζω. Η βραδιά είναι επαγγελματικά σκηνοθετημένη. Θα κάνει τριανταδύο βήματα μετρημένα. Θα κοιτάξει κάτω. Ο αέρας θα φυσήξει. Θα σκεφτεί: «θα προλάβω να χαρώ ή να μετανιώσω;». Θα σταθεί στη άκρη. Τα πέλματά του θα φλερτάρουν με την ισορροπία. Ειρωνεία. Η βραδιά διέπεται από ανισορροπία. Θα σκεφτεί. Θα πονέσει. Θα δακρύσει. Θα αρχίσει να πετάει. Ο αέρας θα τον χτυπάει. Θα γίνει ακροβάτης του κενού. Θα κάνει φιγούρες που θα ζήλευαν τα κορίτσια της ρυθμικής. Το σώμα θα βαρύνει. Οπισθοχωρεί. Όχι απόψε. Όχι. Η βραδιά θα κλείσει με το βαρύγδουπο ερώτημα: suicide ή homicide;
«Ε.Ζ.»

Η νύχτα με τα χίλια αστέρια. Τέντα για τη μονάκριβη αύρα μου. Η νύχτα που επέλεξα να μην δω τα σκιάχτρα στην άκρη της ασφάλτου. Έκλεισα τα μάτια και άφησα μόνο το λεπτό άρωμα της ηδονής να καθοδηγήσει τη φαντασία μου. Αμαρτωλή εσσάνς. Όμως τ’ αστέρια έντυσαν τις ενοχές μου με εκθαμβωτικά στολίδια. Μεγάλωσα μητέρα! Εσπευσμένος τοκετός. Ραγδαία ανάπτυξη. Μεθυσμένων αισθήσεων. Ζαλισμένων παραισθήσεων. Άφησα την ταπεινή μου αύρα να γευτεί τους καρπούς που της αναλογούσαν από το συσσίτιο της πλατείας. Τόσο καιρό πείνα. Σαδιστική δίαιτα. Και τώρα όρεξη. Κορεσμός. Ευδαιμονία.
«Επισήμανση»

Μου λες σε τρομάζω. Δε σου αρέσει η αύρα μου. Μήπως σκέφτηκες ποτέ ότι βλέπεις την αντανάκλαση της δικιάς σου; Ότι οι άμυνές μου είναι απόρροια της δικής σου επιθετικότητας; Αν κατεβάσω ρολά θα είναι επειδή εσύ έριξες πέτρα και μου έσπασες το τζάμι. Αν δε σου μιλήσω θα είναι επειδή εσύ με έπνιξες με τις λέξεις σου. Αν σε στραβοκοιτάξω θα είναι επειδή εσύ με σκότωσες με το βλέμμα σου. Η αντίδρασή μου είναι καθρέφτης της δικιάς σου. Γιατί το ξεχνάς;
«Αντίγραφο»

Το μικρό κοριτσάκι τρέχει μαζί μου στην παραλία. Τα μαύρα της μαλλιά ανεμίζουν χωρίς τα άγχη των χρωμοσαμπουάν ή ενισχυμένων με πολυβιταμίνες μαλλακτικών. Τα μεγάλα μάτια της κοιτούν τον κόσμο με περιέργεια. Μεγάλα μάτια. Μη διαβρωμένα. Τα δικά μου έχουν μισοκλείσει. Πονηρεύτηκαν. Δεν είναι πια φιλοπερίεργα. Φιλύποπτα ίσως. Παίζουμε γελώντας. Το δικό της γέλιο ατόφιο. Το δικό μου νοθεύεται με σκέψεις. Παίζω αλλά σκέφτομαι κι άλλα πράγματα ταυτόχρονα. Εκείνη βιώνει το παιχνίδι της. Το ότι τη στριφογυρίζω στον αέρα πάνω απ’ τα κύματα είναι το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή της. Ο θησαυρός της. Και ξαφνικά καταλαβαίνω τη διαφορά μας. Το δικό της σύννεφο βρέχει χρυσόσκονη ενώ το δικό μου θραύσματα γυαλιού. Μεγάλωσα.
«Όναρ»

Την είδα χτες στον ύπνο μου. Φορούσε στολή μπαλαρίνας. Χρυσά γοβάκια. Κότσο στα μαλλιά. Χρυσόσκονη στα μάτια. Έκανε νούμερα στο περιπλανώμενο τσίρκο. Ζούσε σε τροχόσπιτο. Μικρό και άθλιο. Αλλά ζεστό. Πυρήνας ονείρων. Περπατούσε αέρινα. Γεμάτη χάρη. Και θλίψη. Είχε παντρευτεί τον κλόουν. Νέος ιδιοφυής κάτω απ’ τις μπογιές. Τα βεβιασμένα χαμόγελα. Κάθε βράδυ μετά την παράσταση του ξέβαφε το γέλιο. Την φτηνή άσπρη μπογιά. Τα τρομακτικά γαλάζια μάτια. Τον έβαζε να καθίσει στις άδειες κερκίδες και έκανε κούνια πάνω απ’ το κεφάλι του. Κι εκείνος έκλαιγε απ’ τη συγκίνηση. Κι εκείνη γέλαγε απ’ το παιχνίδι. Αντεστραμμένοι ρόλοι. Όταν τέλειωνε την χειροκροτούσε με θαυμασμό και έβρεχε ποπ-κορν. Αμέτρητες νιφάδες ποπ-κορν έπεφταν ενώ φιλιόντουσαν. Ελεύθεροι. Κι εγώ ξύπνησα τρομοκρατημένη. Στερημένη από ταχυδακτυλουργικά. Θα ανάλωνα τη μισή ζωή μου για να βρω το τσίρκο μου. Τον περιθωριακό σταθμό της απόλυτης ευτυχίας.
«Ιδεολογία»

Κοίτα με. Μοιάζω φυσιολογική. Κάνω τετριμμένα πράγματα. Σπουδάζω. Δουλεύω. Κάνω παιδιά. Αλλά δεν θα με καταλάβεις. Θα με επικρίνεις. Θα καταραστείς τις εμμονές μου. Τις πληγές μου. Δεν θα πιάσεις ποτέ την ψυχή μου. Αυτή θα τρέχει πάντα μπροστά από την υλική μου ενδυμασία. Θα είναι ελεύθερη και θα σε ειρωνεύεται. Μπορεί να με φυλακίσεις. Άθελά σου. Μέσα στη ζάλη της καθημερινότητά σου. Αλλά η ψυχή μου θα πορεύεται μπροστά. Δαφνοστολισμένη. Νικήτρια. Ελεύθερη. Δεν θα την πιάσεις. Ούτε εγώ το κατάφερα.
«Ύπαρξη & Αντι-ύπαρξη»

Μου είπες ότι ήσουν 15. Ότι ζούσες σ’ ένα περίεργο σπίτι. Ένα σκαμνί και το κεφάλι κάτω απ’ τη λαιμητόμο. Τριγύρω φοινικιές. Σαν εκείνες που είναι στο φόντο ενός παρακμιακού φωτογραφείου στην Παλαιστίνη. Ξέρεις, την τελευταία φωτογραφία που βγάζουν οι συνομήλικοι καμικάζι με τα εκρηκτικά γύρω απ’ τη μέση. Γεύση ενός υποτυπώδους παραδείσου. Απατηλού. Μου είπες ότι κι εσύ είχες εκρηκτικά γύρω απ’ τη μέση. Ότι στα πυροδοτούσαν καθημερινά άλλοι. Καταστάσεις. Στιγμές. Άνθρωποι. Αλλά παρέμενες καθισμένη στο σκαμνί. Ανέπαφη(;). Αμίλητη. Αδιάφορη. Περιμένοντας μόνο να πέσει η αστραφτερή λάμα. Μου είπες ότι αυτή ήταν η καλύτερη θέση για να χωνέψεις το κώνειο. Κι ανάμεσά μας ένας καθρέφτης. Εσύ έβλεπες το είδωλό σου. Εγώ εσένα. Σου μιλούσα. Σου φώναζα. Αλλά δεν άκουγες. Ψυχολογικό ντοπάρισμα. Το κεφάλι στην ίδια θέση. Πώς να σου δείξω ότι όλα θα πάνε καλά; Πώς; Κοίταξε τα 25 μου χρόνια. Δες πως τα κατάφερες. Ένα βλέμμα ρίξε μου. Ένα.
Πείραμα αυτόματης γραφής (ή το ημερολόγιο ενός τρελού)

Περπατάω πάνω στις ράγες. Είναι νύχτα. Δεν βλέπω το τρένο. Ακούω σκυλιά. Γαβγίζουν. Δεν με τρομάζουν. Η σκιά μου κάτω απ’ το σεληνόφως με τρομάζει. Πατάω τις μαργαρίτες που έχουν φυτρώσει πλάι στις ράγες. Αυτές τις μισώ. Θέλω τριαντάφυλλα. Να με ράνουν με αποξηραμένα τριαντάφυλλα. Να βρέξει αποξηραμένα τριαντάφυλλα. Τώρα. Αυτή τη στιγμή. Το φως του φεγγαριού φωτίζει τα βήματά μου. Φωτίζει την άγνοιά μου. Τη ματαιοδοξία μου. Τις φοβίες μου. Τη θλίψη. Τα νιάτα μου. Τις ενοχές. Τις εποχές. Τις αοριστίες. Τις συλλαβές. Τις ενορχηστρώσεις. Το φιάσκο. Το γκροτέσκο. Το παραλήρημα ενός τρελού. Το φως. Καντήλι που καίει στο μνήμα. Στη σιωπή. Στο χάος. Γίνεται φάρος. Στην άλλη όχθη. Κι εσύ προσπαθείς να μείνεις αδιάφορος στη λάμψη του. Δεν θες να το αγγίξεις τώρα. Όχι τώρα. Σε λίγο. Άσε με να περπατήσω λίγο ακόμα στις ράγες. Το ταξίδι τώρα αρχίζει. Φοβίζει. Πασχίζει. Ερίζει. Θερίζει. Παίζει. Δοκιμάζει. Αλλάζει. Κάποτε τελειώνει. Μπαλώνει. Αγκιστρώνει. Κι εγώ περπατάω. Δεν θέλω να παρεκκλίνω. Φοβάμαι. Το φεγγαρόφως δεν φωτίζει το μαύρο δάσος. Πονηρά μάτια καραδοκούν στο σκοτάδι. Πρέπει να τρέξω. Να παίξω. Όλα για όλα. Θ’ αντέξω; Θα συρθώ. Θα παλέψω. Θα κοροϊδέψω. Τα άγρυπνα βράδια. Το κλάμα. Το τάμα. Θα πάρω τη ρομφαία και θα ξεκοιλιάσω το είδωλο του καθρέφτη. Θεία τιμωρία. Θεία ευχαριστία. Θ’ αντέξω. Θα ξανατρέξω. Θα πιάσω τ’ αστέρια. Θα γίνουν στολίδια. Κοσμήματα στα ξασμένα μαλλιά μου. Θα ράνω τους κάμπους. Τα σκοτάδια. Τα βράδια. Τις θλίψεις. Τις ρήξεις. Θα φωτίσω τη νύχτα. Αστέρια. Θα γίνουν δόλωμα. Θα μπουν στο βυθό. Οι καρχαρίες θα γίνουν αθερίνες. Οι μέδουσες αστερίες. Οι δράκαινες κοράλλια. Οι αχινοί κοχύλια. Το άγγιγμα της τσούχρας θα είναι θεραπευτικό. Τώρα τ’ αστέρια είναι στο βυθό. Γι’ αυτό μη φοβάσαι. Οι γοργόνες θα κάνουν το ταξίδι σου ασφαλές. Χωρίς αστραπές. Πιες. Πιες το φεγγάρι. Σε ασημένιο ποτήρι. Σπονδή στον άγνωστο ήρωα. Τη μάνα. Τη γυναίκα. Την αδελφή. Τον έφηβο. Τον ερωτευμένο. Τον ισοπεδωμένο. Τον άντρα. Τον πληγωμένο. Τον πολεμιστή. Εμένα. Εσένα. Εκείνον. Όλους μαζί. Και πάλι κανέναν. Μέχρι να ξημερώσει. Θα βγάζουμε τα δόρατα μέχρι την αυγή. Κι όταν χαράξει θα πάψει η οργή. Θα αποσυρθούμε στη σπηλιά. Θα κοιμηθούμε. Γαλήνια. Στη μήτρα της μάνας μας. Στο σπίτι μας. Σκοτάδι γεμάτο φως. Ζωή. Ανάσταση. Μετά τη σταύρωση η λύτρωση. Η δικαίωση. Από τα βράχια θα ξεπηδήσει νέκταρ. Παράδεισος. Άβυσσος. Βγάλε το χρυσό φλασκύ. Πιες το νέκταρ. Πριν γίνει αίμα. Πριν κλείσει τα μάτια. Πριν γίνει ευχή. Ή κατάρα. Ο βοσκός με την κιθάρα θα τραγουδάει ύμνους. Καθαρτικούς. Εριστικούς. Αναρχικούς. Θα σφηνώσει τη σφαίρα στον κρόταφο και θα λέει τραγούδια. Σε άσπρα κρεβάτια. Άσπρα σεντόνια. Θα πίνει σε μπρόυτζινα ποτήρια. Αλκοόλ και χάπια. Γλυκόπιοτο φαρμάκι. Το νόμισε για φάρμακο. Θα φεύγει. Θα έρχεται. Ασημένια παλάτια. Κρυστάλλινες σφαίρες. Βελούδα. Δόντια λύκων. Καρφιά. Μπάζα. Το ξύλο του Εσταυρωμένου σιγοκαίει στο τζάκι. Μαζί και το στεφάνι. Τι έμεινε; Μια λόγχη ακουμπισμένη στον τοίχο. Αναμένει κάποιον να την χρησιμοποιήσει. Πάλι. Να τρυπήσει τα σπλάχνα. Των άλλων. Τα δικά του. Θα βάλει στις πληγές του βάμα. Και ράμμα. Στην οπή της ψυχής του. Με δάκρυ θα πλύνει τα μάτια. Να φύγει η πίκρα. Ξινό λεμόνι στη γλώσσα. Με το σπασμένο χέρι θα γράψει. Τσαλακωμένο χαρτί. Τελειωμένο μελάνι. Βοήθεια. Ξέχασα να ζω. Υπογραφή μελλοθανάτου. Θα ξαπλώσει στα άχυρα. Θα περιμένει το τέλος. Τα κοράκια στο παράθυρο. Θα κοιτάει το ταβάνι. Το τέλος αργεί. Δε θα ρθει. Τα κοράκια τα σκότωσαν τα περιστέρια. Έγινε μάχη. Τώρα θα φτύσουν το κλαδί της ελιάς στο προσκέφαλό του. Και θα φυτρώσει η σοφία. Μία.
«Πεσιμιστικόν»

Στριφογύριζε στο δωμάτιο. Ανοιγόκλεινε τις κουρτίνες. Καθόταν στην κουνιστή πολυθρόνα. Κάπνιζε. Το γλυκόξινο ποτό στο ποτήρι γινόταν Θεία Ευχαριστία. Δεν γούσταρε να δει κανέναν σήμερα. Κανένα έμβιο ον. Εκείνη η μέρα ήταν αφιερωμένη στην απόλυτη κενότητα. Τη θλίψη. Τη μιζέρια. Δεν ήθελε καμιά ανθρώπινη φιγούρα. Ένιωθε ότι βυθιζόταν στο σκοτάδι του και έπρεπε να το βιώσει. Με κάθε αίσθηση. Κάθε μυ. Κάθε κύτταρο. Τα μάτια του είχαν την ίδια λάμψη που έχουν οι ταφόπλακες όταν αντανακλάται πάνω τους ο ήλιος που δύει. Λευκό μάρμαρο. Αστραφτερό. Αγνό και νέο. Αλλά νεκρό. Αθόρυβο. Έτσι κι αυτός. Ήταν από εκείνες τις μέρες που τίποτα δεν είχε σημασία. Ούτε ο πρωινός καφές. Ούτε η καλοπροαίρετη καλημέρα. Ούτε το περπάτημα. Ούτε καν η αναπνοή του. Σήμερα είχε το δικαίωμα να μιζεριάσει. Ν’ αυτολυπηθεί. Να καταραστεί. Να θυμώσει. Να αφήσει την αρνητικότητα να ποτίσει κάθε ζωτικό του όργανο. Σήμερα ήταν η μέρα που τ’ απλά γίνονταν πολύπλοκα. Τα άλλοτε εύκολα δύσκολα. Το νερό του πρωινού μπάνιου ήταν σα να έσταζε πάνω σε άγαλμα. Καμία απορρόφηση. Οι πόροι του απεργούσαν. Τα πάντα απεργούσαν. Οι πνεύμονες. Το μυαλό. Η καρδιά. Επιστρέφω σε 10'.
«1 δευτερόλεπτο μετά»

Η όρασή μου είναι ασπρόμαυρη. Η εικόνα του δρόμου απλώνεται καλλιτεχνικά μπροστά μου. Η βροχή μόλις πότισε το πεζοδρόμιο. Το σιδερένιο τραπεζάκι του καφενέ στάζει. Ο μανάβης βάζει τα λεμόνια στα καφάσια. Ένα αδέσποτο τινάζει το μουσκεμένο κορμί του. Τα σύννεφα αφήνουν διστακτικά το φως να τα διαπεράσει. Τα παράθυρα ξεχειλίζουν από όνειρα. Μερικά εξατμίζονται στα ουράνια. Άλλα χάνονται στον υπόνομο. Τα δέντρα μαζεύουν περήφανα την ενέργεια της φύσης. Τη γλυκιά οσμή της βροχής. Τη δροσιά στον εύθραυστο φλοιό τους. Το παγωμένο αεράκι στα βελονοειδή φυλλώματά τους. Η σκούπα της γιαγιάς διώχνει τα μολυσμένα νερά από την άσφαλτο. Διώχνει τον αρχέγονο φόβο της. Τα νερά φεύγουν κυνηγημένα. Τρέχουν ιλιγγιωδώς προς το χάος. Φευγαλέοι ταξιδιώτες ήταν άλλωστε.
«Ομερτά»

Ήταν νευρικός. Κάπνιζε. Καθισμένος στις κερκίδες του σχολείου. Δεν ήταν φίλος μου. Δεν τον ήξερα. Μια σκια στην άκρη του ματιού μου ήταν απλώς. Μοναχικός. Εσωστρεφής. Καλλιτέχνης. Και βαθιά πληγωμένος. Ο χρόνος δεν τον άγγιζε. Μονάχα οι λέξεις των συμμαθητών. Που έκανε πως δεν τις άκουγε. Τις ξόρκιζε με το θυμιατό των lucky strike. Έκανα πως δεν έβλεπα. Έκανα πως δεν καταλάβαινα. Άτυπη ομερτά. Οι γρατζουνιές στην καρδιά του ήταν προσωπικό του θέμα άλλωστε. Δεν με αφορούσαν. Εγώ χαμογελούσα. Χαχάνιζα με τις φίλες μου. Έτρεχα στο προαύλιο. Συμμετείχα στην τάξη. Αλλά εκείνος παρέμενε πάντα προκλητικά σιωπηλός. Δεν διαμαρτυρόταν. Δεν φώναζε. Γάζωνε τα ξηλωμένα του όνειρα με ευπρέπεια. Μπάλωνε τις νύχτες το θυμό του για να μην τον δουν. Κι εκείνοι συνέχιζαν να ευτελίζουν την ευφυϊα του τα πρωινά. Ανίεροι τραμπούκοι. Κι εκείνος συνέχιζε να φτύνει τη μετριότητά τους. Μεγάλο τίμημα. Ώσπου τη μέρα που ανθίσαν οι ορχιδέες δεν ήρθε σχολείο. Έφυγε. Και τότε είδα. Ένα παρθενικά αγνό φως έλουσε τις ενοχές μου. Είδα. Τις ψυχικές ασέλγειες. Τα σημάδια της σάρκας. Το νοητικό τεμαχισμό. Έφυγε. Και πήρα όρκο. Δεν θα ξανάκλεινα ποτέ τα μάτια. Ο Χ. θα ήταν το τελευταίο θύμα. Έμαθες;
«Casper»

Ωχρή σκιά. Περιφέρεσαι κλεισμένος σε τούβλα. Παίρνεις το ραβδάκι και γίνεσαι αόρατος. Τυλίγεις τα χέρια στο εύθραυστο σώμα σου. Ο Φόβος γίνεται δεύτερο δέρμα. Σε παρατηρώ κι αναρωτιέμαι γιατί. Γιατί προτιμάς να γίνεσαι φάντασμα; Σκια μες στις σκιες. Ασήμαντη δροσοσταλίδα πάνω σε φαγωμένο φύλλο. Σκουριασμένο καρφί πάνω σε βρεγμένο ξύλο. Ο τέλειος Άδ(ων)ης.
«Χρυσόμαλλο δέρας»

Το άγγιξα. Το πήρα. Σκεπάστηκα μ’ αυτό. Και χάρηκα. Για λίγο. Μυθική κουβέρτα. Σκέπασε τους φόβους μου. Τους ξεγέλασε η αρχοντιά του. Αλλά το δέρας γρατζουνίστηκε. Πολλές αμυχές. Έγινε τέρας. Το δέρας του τέρατος ήταν τραχύ. Και οι φόβοι επανήλθαν. Στοίχημα όμως ότι θα φύγουν. Θα αναβαπτιστούν στον Ελλήσποντο. Ο Φόβος θα γίνει Πίστις και η Πίστις Σωτηρία.
«Μια αγκαλιά λουλούδια»

Σήμερα θα ξυπνήσεις. Θα πας στον καθρέφτη. Θα κοιταχτείς. Αλλά δεν θα κρατήσεις μούτρα στο είδωλό σου. Μόνο για σήμερα. Σήμερα δεν έχεις περιττά κιλά. Σήμερα έχεις σπινθηροβόλα ομορφιά. Σήμερα είσαι άγιος. Δεν θα έχεις φύλο. Απλώς άνθρωπος. Θα βγεις έξω. Δε θα αγανακτήσεις. Δεν θα συγκριθείς. Είσαι εσύ. Μοναδικός. Ξεχωριστός. Απόψε λέω να βάλεις ωτοασπίδες. Βουβός κινηματογράφος. Εσύ θα χαμογελάς. Ό, τι κι αν γίνει. Και στο τέλος της βραδιάς θα προσδοκάς κάτι κι ας μην έρθει. Μια αγκαλιά λουλούδια. Από έναν άγνωστο. Έναν ξένο.
«Επιπλέω»

Για μια στιγμή χάνομαι. Το κεφάλι τρέμει. Τα άκρα τρεμοπαίζουν. Μα είμαι χαρούμενη. Είμαι η κορνίζα στο κομοδίνο. Η φωτογραφία που χαμογελάει. Ανεξήγητα νιώθω τον πανικό να διαχέει το αίμα μου. Αναπάντεχα. Για λίγο φεύγω. Ταξιδεύω σε άλλη σφαίρα. Υπερουράνια. Δεν υπάρχει εξήγηση. Πρωτόγονος πανικός. Μια αντίδραση ακαριαία. Για λίγο επιπλέω. Αποποιούμαι την υλική μου ύπαρξη. Λίγα λεπτά θα πάρει. Σε λίγο θα επανέλθω. Θα έλθω για να συνέλθω. Τώρα επιπλέω. Γοργόνα στα νερά της συνείδησης. Θα επιστρέψω.
«Ας αλλάξουμε θέμα»

Κλικ. Κλικ. Τα φλας αστράφτουν. Φωτίζουν τα χαλάσματα. Οι πέτρες είναι βαριές. Ασήκωτες. Σακατεύουν τη νιότη μου. Ένα αγόρι ήμουν. Ήθελα να ζήσω. Σαν όλα τα παιδιά. Μα η ψυχή μου ήταν αβρή. Είχα στόχους. Όνειρα. Τι οικτρό λάθος! Τι λάθος να έχει όνειρα ένας μικρός μετανάστης. Ο «χειμώνας» του Βιβάλντι ξεπηδά από τα συντρίμμια. Τώρα πια είναι ένα ρέκβιεμ που τυλίγει την υστεροφημία μου. Τη σύντομη διαδρομή μου. Κλείσατε τ’ αυτιά σας. Δεν αντέχετε το στριγγό κατηγορώ της ενοχής; Όλοι τα κλείνουν. Όλοι ξέρουν. Όλοι ψιθυρίζουν. Η βία συνυπάρχει με την πρωινή προσευχή στο προαύλιο. Ο θεός μόλις έκλεισε τα μάτια. Ο μικρόκοσμος των σχολείων βρίθει από παιδιά-μάρτυρες σαν εμένα. Άλλα μπαντάρουν τη θλίψη τους και επιβιώνουν. Άλλα με ακολουθούν στα χαλάσματα. Παιδιά ευάλωτα, λυπημένα. Όλοι τα βλέπουν. Όλοι σιωπούν. Πάντα σιωπούν. Η πορτοκαλί ταινία της αστυνομίας γίνεται φίμωτρο. Σιωπούν μέχρι να γίνουν θέμα στις ειδήσεις. Και έπειτα; Θα τηρηθεί ενός λεπτού σιγή και θα περάσουμε στη λήθη. Μόνο μια μάνα θ’ ανάβει το καντήλι. Ένα θύμα που μεγάλωσε και επέζησε θα μας μνημονεύει. Μια παραγκωνισμένη λεζάντα στην άκρη μιας εφημερίδας. Αλλά ας αλλάξουμε θέμα κυρίες και κύριοι, ο πρωθυπουργός της χώρας δέχθηκε…
«Παραλήρημα»

Ο κόσμος μου είναι ωραίος. Καλός. Δεν φοβάμαι. Όχι. Μονάχα όταν τα χερουβείμ παίζουν πιάνο στο κεφάλι μου. Τότε μπερδεύομαι. Τρέχω πάνω κάτω στο δωμάτιο. Νομίζω ότι θέλουν να με πιάσουν. Δεν είμαι σίγουρος. Συνεχώς χάνω το πακέτο με τα τσιγάρα μου. Μου τα πήραν, είμαι σίγουρος. Είμαι καλά. Ο κόσμος μου είναι τόσο όμορφος. Τα φώτα με ζαλίζουν λίγο. Θα πέσω. Τι παράξενη ζάλη. Αλλόκοτα παιχνιδίσματα. Τρέχω. Τρέχω. Τρέχω. Πιάσε με. Δεν μπορείς. Στον κόσμο μου όλα είναι ήρεμα. Δεν πρόλαβα να βγάλω το eyeliner. Τρίβω τα μάτια μου. Φύγε. Φύγε. Φύγε. Δεν αντέχεις τις κραυγές μου; Θα τραγουδήσω λοιπόν. Νανούρισμα. Αγκάλιασέ με. Σε χρειάζομαι, μη φεύγεις. Να μπορούσα να φύγω απ’ το παράθυρο. Δεν μ’ αφήνουν. Είναι σφραγισμένο. Είναι κακοί. Τρία πράγματα απέμειναν. Το κρεβάτι. Ο τοίχος. Τα μουτζουρωμένα μάτια μου. Α και οι σκέψεις μου. Αυτές δεν μου τις πήραν. Χα, ποτέ δεν θα τις πάρουν. Τους ξεγελάω εξαίσια! Ο κόσμος μου είναι τόσο ωραίος. Τόσο λευκός. Τόσο…τόσο…τόσο….εξαντλητικά ακατανόητος.
«Το θ(ρ)αύ(σ)μα»

Θα σου πω μια ιστορία. Τη σκέφτομαι καθώς κατηφορίζω στο δρόμο με τις λεύκες. Θα σου πω για την Ελεάνα. Τη μικρή πριγκιπέσα. Και πώς παγιώθηκε στο ψέμα κάποιου άλλου. Του Κώστα του μικρού αναρχικού. Ήταν ο πρώτος. Ο καλός. Ο άθικτος. Την αγάπησε. Μάλλον. Την τίμησε. Ίσως. Την πούλησε. Σίγουρα. Αρχικά αβρότητες. Γλυκύτητες. Ουρανοί κι αστέρια.

Όλα καλά. Μέχρι που το καλά έγινε καλάθια. Ο ιππότης έγινε πότης. Άρχικά συζητάγανε. Μετά ξεσπάγανε. Στο τέλος απλώς σπάγανε. Ήξερε ότι είχε περάσει δύσκολα παιδικά χρόνια. Αρχικά τον λυπόταν. Δεν το άξιζε. Ύστερα ήρθαν οι υστερίες με το φαγητό. Αποτέλεσμα της μουσικής του ιδεολογίας. Αδικαιολόγητες φοβίες βάρους. Υστερικός Γολγοθάς. Την τρόμαζε. Μα ήταν δίπλα. Έδινε αγάπη. Δύναμη. Φως. Τις μέρες που λιποθύμαγε απ’ την εξάντληση. Τις ώρες που ξεσπούσε στον εαυτό του. Όταν μισούσε την ίδια του την ύπαρξη. Προσπαθούσε να τον χρίσει νικητή. Τόσο αδέξια. Δεν βάζεις δάφνες στο κεφάλι της Μέδουσας. Τα φίδια μισούν τις δάφνες. Αλλά επέμενε. Έμενε.

Ήξερε ότι μισούσε τον εαυτό του. Μέχρι τότε ξεσπούσε στον ίδιο. Αυτή μάζευε τα κομμάτια του. Τον αγαπούσε. Δεν ήξερε ότι τα ξεσπάσματα θα είχαν και δεύτερο αποδέκτη. Εκείνη. Σταδιακή μετάλλαξη. Μασκαρεμένη γάγγραινα. Διάσειση αισθήσεων. Δεν το περίμενε. Δεν το άξιζε. Ήταν ένοχη; Χαστούκι. Συγνώμη. Αγκαλιά. Για μήνες. Το ίδιο δηλητηριασμένο μοτίβο. Χαστούκι. Συγνώμη. Αγκαλιά. Ο σεβασμός είχε αυτοκτονήσει. Αιωνία του η μνήμη.

Έχανε τον εαυτό της. Βυθιζόταν στη χώρα των σιωπών. Στην ανυπαρξία. Στην απαξία. Για τον εαυτό της που κάποτε θαύμαζε. Τώρα τον έφτυνε. Θύμωνε. Φώναζε. Φοβόταν. Αλλά εκείνο το συγνώμη την τσάκιζε. Τα κλάματα. Οι υποσχέσεις. Τα τραύματα. Υπέκυπτε. Κι ούτε για μια στιγμή δεν σκέφτηκε το εμφανές. Ήταν θύμα. Μιας κίβδηλης αγάπης. Τυφλός Οιδίπους. Έτσι κατάντησε. Τυφλή. Το μαύρο γινόταν άσπρο. Το τσαλακωμένο αψεγάδιαστο. Το δηκτικό μελίρρυτο. Και τον σεβασμό τον έψαχνε με την απόχη. Πεταλούδα φυγάς.

Και μια μέρα όπως καταλαβαίνεις πήρε τη μεγάλη απόφαση. Έφυγε. Ο ήλιος ήταν λαμπερός, δεν υπήρχαν σύννεφα, καθόλου αεράκι. Πόσο μισούσε τις ειρωνείες της φύσης. Δεν ρίχνεις φως τη στιγμή που όλα μοιάζουν να βουτάνε στις σκιες. Απλώς δεν το κάνεις. Ήθελε καταιγίδα. Αστραπές. Θεατρικό φινάλε. Όχι ηλιόφως λες και είναι γαμημένο παραμύθι του Disney. Έτρεχε. Φορτωμένη το μοναχικό της κουβούκλιο. Έτρεχε. Αποστραγγισμένη από συναισθήματα. Έτρεχε. Χτύπαγε ώμους αδιάφορους. Έτρεχε. Μουσκεμένη από τη βροχή που θα ήθελε να πέφτει. Μόνη και ντροπιασμένη. Η εκκλησία στην άκρη του ματιού της, κακόγουστο αστείο. Την είχε χάσει την πίστη της. Την είχαν αποκεφαλίσει οι συνθήκες που ύφανε.

Πήρε το λεωφορείο. Καταραμένο αστρόπλοιο. Ήθελε να χαθεί στην ανωνυμία. Δεν ήθελε να κουβαλάει καμιά ιστορία. Ήθελε να γίνει φιγούρα του Ντε Κίρικο. Του Εγγονόπουλου. Άνευ προσώπου. Άνευ παρελθόντος. Κατέρρεε. Ήταν μόνη. Αυτό φοβόταν. Αυτό έγινε. Η μοναξιά την κάλεσε. Την προσκάλεσε. Την παρακάλεσε. Αλλά την τρόμαζε. Η καρδιά της ήταν σφιγμένη. Ένιωθε εξουθενωμένη. Ακυρωμένη. Το λεωφορείο πέρασε δίπλα από μια πλατεία. Το διαβρωμένο άγαλμα κάγχαζε. Διαισθανόταν την δικιά της διάβρωση. Παράλυση. Κατάλυση.

Θα επιβιώσει άραγε; Θα καταφέρει να μετουσιώσει το σκιάχτρο σε κάτι ζωντανό; Σε κάτι ανθρώπινο; Προς το παρόν χωνεύει το κώνειο. Κερασμένο. Της διαλύει τα σωθικά. Αλλά επιμένει. Αν δειλιάσει θα κάνει ταξιδάκι στην άβυσσο. Πρέπει να αγνοήσει το κάψιμο. Τον πόνο. Πρέπει. Πρέπει. Πρέπει. Μόνη. Μπερδεμένη και μόνη.

Πρέπει να περπατήσει μήπως και πιστέψει ότι ζει. Μήπως βρει τη σκιά της. Προς το παρόν γιορτάζει τη χλιαρότητα της ύπαρξής της. Πώς τα κατάφερε έτσι; Για ποιο λόγο; Τέτοιες στιγμές γίνεσαι κουκκίδα στα άδυτα ενός χάρτη. Ζαλισμένη πυξίδα. Άγνωστος προορισμός. Τι έχει αξία τελικά; Ποιο το νόημα της ζωής της; Να περιμένει το επόμενο θ(ρ)αύ(σ)μα;

Κι εδώ τελειώνει η ιστορία, το φινάλε όρισέ το εσύ, θα σωθεί η μικρή πριγκιπέσα ή θα κυλήσει πίσω στη ζεστή ασφάλεια της ανασφάλειας;
«Η φωνή»

«Με λένε Μαρία. Γιώργο. Ειρήνη. Νίκο. Χριστίνα. Κώστα. Ελένη. Ζω σε μια κλειστοφοβική σκηνή στο όρος agnus Dei. Γύρω υπάρχει η φύση, ακούω τα κύματα της θάλασσας, νιώθω τον ήλιο να περνάει το φτωχικό ύφασμα της σκηνής μου. Μα εγώ έχω κλείσει το φερμουάρ. Δεν θέλω να βγω έξω. Μόνη μου συντροφιά είναι η αγαπημένη μου κόκκινη κουβέρτα, τα τσιγάρα μου, ένα μπουκάλι νερό και ένα ξεφτισμένο τετράδιο. Δεν δουλεύω. Το μόνο που εργάζεται και επεξεργάζεται είναι το μυαλό μου. Αντικείμενο της επεξεργασίας μου είναι η κρισιμότητα της ηλικίας μου. Παραπαίω μεταξύ του δέκα και του είκοσι. Έχω κλειστεί σ’ αυτή τη σκηνή εδώ και λίγα χρόνια. Είναι το κουκούλι μου. Σε λίγα χρόνια θα γίνω πεταλούδα. Για την ώρα είμαι μια άξεστη νύμφη. Τόσο αδαής κι ακαλλιέργητη. Δεν ζω συνειδητά. Ψηλαφώ το σκοτάδι στα τέσσερα. Μονάχη μου παρηγοριά είναι η ζεστή, κόκκινη κουβέρτα μου. Αυτή μου κρατάει συντροφιά τις νύχτες της ατέρμονης διαπραγμάτευσης με τον εαυτό μου. Κρατάω σημειώσεις. Ψιλομουτζουρωμένες οι μισές. Συνήθως σβήνω με μανία αυτά που γράφω. Δεν βγάζουν νόημα. Αλλά κλείστηκα σ’ αυτή την σκηνή με σκοπό την αυτογνωσία. Δεν θα βγω αν δεν την κατακτήσω. Αρνούμαι να βγω. Ναι, επανάσταση εκ των έσω. Που λες, έχω πολλά να γράψω. Το χέρι μου με πονάει λίγο βέβαια. Πρωτόγονες εξάψεις πάνω στη φτηνή μου σάρκα θα πεις. Έχεις δίκιο. Είμαι λίγο επιθετική τελευταία. Μα δεν με προετοιμάσανε. Δεν μου άνοιξε κανείς την πόρτα για να μου πει «περάστε κυρία μου, θα καθίσετε στο τραπέζι 14, δεξιά, κάτω από την ρέπλικα του Νταλί. Ελπίζω να έχετε μια ευχάριστη διαμονή». Όχι. Με πετάξαν στον τοίχο και με άφησαν να κολυμπήσω στην άγνοια. Δε με προϊδεάσανε. Κι έτσι αναγκάστηκα να στήσω τη σκηνή μου, να πάρω τα βουνά και να σκεφτώ. Και δεν κάνω και τίποτ’ άλλο. Τα βράδια άλλωστε έχω αϋπνίες. Δεν χάνω στιγμή. Ήρθα με σκοπό να αναλογιστώ τα λάθη, τον πόνο, τη γνώση. Ήρθα να μάθω την αλήθεια. Απογυμνωμένη και αποδεσμευμένη από χολές, ντροπές, ροπές και συναφείς ανακρίβειες. Ήρθα να δω την αλήθεια στην πραγματική της διάσταση. Πολλά χρόνια κοιτιέμαι στον ίδιο, μονότονο καθρέφτη. Να ‘ναι ο καθρέφτης του χολ ή του λουνα-παρκ; μαζί του έχουμε μια αλλόκοτη σχέση. Με χλευάζει. Τον βρίζω. Με φοβίζει. Τον σκεπάζω. Με κατακρίνει. Κλαίω. Σύντομα θα τον σπάσω. Είναι η λογική εξέλιξη, η αναμενόμενη πράξη. Το ήξερες ότι θα το έκανα, έτσι δεν είναι; Αυτό που δεν ξέρεις είναι η επόμενη μέρα αφού τον σπάσεις. Εγώ την ξέρω. Θα το κρατήσω μυστικό. Μου αρέσουν τα μυστικά. Με κάνουν πιο μυστηριώδη λένε. Όμως τι έλεγα; Δεν μ’ αρέσει να ξεφεύγω από το θέμα. Θα μου πεις όμως, ένα είναι το θέμα: ο εαυτός σου. Πέρασα δύσκολα, αυτή είναι η αλήθεια. Πέρασα τα χρόνια που φύγαν μπαντάροντας τη νιότη μου. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσους επιδέσμους χρησιμοποίησα. Πόσα τουρνικέ. Πόσο μόχθο να ιάσω τη πνευματική σήψη που προκάλεσαν. Πάντα οι άλλοι προκαλούν όταν έχεις τα χρόνια μου. Εσύ πάντα αμύνεσαι. Και άλλοι επιτίθενται αμυντικά απ’ την πλευρά τους. Αριστοτελικό μέσον το δίκιο. Δεν είναι εύκολο να χτίζεις την προσωπικότητά σου. Είναι επίπονο και αυτοκαταστροφικό. Πρέπει πάση θυσία να γίνεις μυθικός Φοίνικας. Να αναγεννηθείς από τις στάχτες σου. Αυτή είναι η ουσία της φάσης που διανύω. Να παίξω με τα όριά μου, να ταλαντεύσω τα σχοινιά της ακροβασίας μου, να γίνω κομμάτια και να ανασυντεθώ. Είναι η βουτιά σε μια απέραντη θάλασσα Αγιασμού. Ανάβω ένα τσιγάρο. Πολλά σκέφτηκα. Και θα σκεφτώ κι άλλα. Δεν θα σταματήσω να σκέφτομαι. Αν ποτέ σταματήσω θα με έχουνε σταυρώσει και θα έχουν φτύσει στο φρεσκοβρεγμένο χώμα που ακουμπάει ο ιερός μου πάσσαλος. Αλλά θα τα πω. Είναι η φάση που πρέπει όλα να βγουν από μέσα μου. Που λες αγαπητό ημερολόγιο, μεγαλώνω. Ελίσσομαι και εξελίσσομαι. Υπάρχω και συνυπάρχω. Μια ακατάπαυστη ροή ενέργειας κλυδωνίζει το Είναι μου. Το αίμα μου γίνεται πυρηνική αντίδραση. Ναι είμαι κάπως νευρική τελευταία. Το πρόσεξες; Δεν θέλω που φωνάζω. Τυλίγω τις φοβίες μου με μια ζωώδη οργή. Ενστικτώδη. Αλλά δεν με έμαθε κανείς πώς να χειριστώ την εφηβική μου λύπη. Πώς να φιμώσω τις ιαχές που ξετρυπώνουν απ’ το στεγνό μου λαρύγγι. Αν πρέπει. Αν αξίζει. Αν θέλω. Σε λίγο θα σκοτεινιάσει. Θα ξαπλώσω πάνω στη ζεστή μου κουβέρτα και ξέρεις τι θα ονειρευτώ; Στάλες της βροχής πάνω στο τζάμι ένα χειμωνιάτικο σύθαμπο. Δάκρυα φυλαγμένα, κρυμμένα στο σεντούκι της γιαγιάς. Θα κλείσω τα μάτια και θα γίνω αυτό που φοβάμαι. Θα γίνω αυτό που δεν τολμώ να παραδεχτώ. Θα γίνω η αλήθεια που θα ενσαρκωθεί και θα τρέξει ξοπίσω μου. Λες να με πιάσει; Τι να κάνω; Να φοβηθώ; Να χαρώ; Να την αφήσω να με αγγίξει; Τα μαλλιά μου εφάπτονται στην αγαπημένη μου κουβέρτα. Η οροφή της σκηνής μου γίνεται το τέλος του οπτικού μου πεδίου. Πίσω απ’ αυτό είναι τ’ αστέρια. Αν απλώσω το χέρι μου θ’ ακουμπήσω την οροφή. Θ’ ακουμπήσω τ’ αστέρια; Άλλη μια νύχτα μοναξιάς. Συλλογισμού. Εγώ κι ο εαυτός μου. Ο εαυτός μου κι εγώ. Εμείς και οι σκέψεις μας. Θα τα πούμε και πάλι σαν φίλοι απ’ τα παλιά. Δεν ξέρεις πόσες ιστορίες έχω να εξιστορήσω. Θα τρόμαζες ίσως. Μα θα τρομάξεις ούτως ή άλλως. Και πρέπει. Θα πρέπει να βιώσεις το κάθε συναίσθημα. Ξεχωριστά. Καινούργιο μπαχάρι στη συλλογή σου. Θα μάθεις να ταξινομείς τους φόβους σου. Να εξισορροπείς τη χαρά σου. Να γίνεσαι χαμαιλέοντας. Να προσαρμόζεσαι. Μα θα έχεις πάντα μια σκηνή. Πάντα ένα δωμάτιο με αφρολέξ. Πάντα θα επιπλέεις σε αμνιακό υγρό. Σε μπερδεύω πολυαγαπημένε μου εαυτέ, το ξέρω. Μα μαζί ζήσαμε τόσα. Τα ξέχασες; Τα βράδια στο γδαρμένο παγκάκι. Τα όνειρα κάτω από την καλοκαιριάτικη σελήνη. Το ποπ-κορν που πέταξες κατά λάθος στο χαλί. Όνειρα πολλά. Όνειρα γλυκά. Το μολύβι μου σπάει. Νομίζεις ότι θα με σταματήσει; Έχω κι άλλο. Συνεχίζω. Δεν σταματώ. Γράφω για τα χθεσινά. Τα τωρινά. Ίσως και τα μελλούμενα. Οι γρατζουνιές στο λαιμό μου θα είναι πάντα εκεί. Και πάντα θα μου θυμίζουν την βαριά ανηφόρα. Θα την ανέβω. Θα την κατακτήσω. Το ξέρω. Μπορεί να σκοντάψω. Μπορεί να γδαρθώ στις αιχμηρές πέτρες. Μα οι αμυχές μου θα είναι γλυκές. Θα τις μετρήσω στο τέλος. Αν έχω πολλές θα είμαι σοφή. Και έχω. Και είμαι. Μπορεί να με δεις να κλαίω. Θα συλλογιέμαι το ναρκοθετημένο μου μέλλον. Αλλά θα είναι κίβδηλη εικόνα. Όραμα. Μη πραγματικό. Το μέλλον είναι άυλο. Δεν υπάρχει. Είναι η εξέλιξη του παρόντος. Κι αυτά στο μυαλό σου; Ελπίδες. Διψούν για μετενσάρκωση. Και θα ‘ρθει. Αν όχι σε λίγο, αργότερα. Ίσως αργήσει. Θα ‘ρθει. Ξέρεις πόσο περίμενα μικρό μου μολύβι; Καιρό. Χρόνια. Έκανα πατινάζ στον πάγο. Και έσπαγε. Πόσες ψυχρολουσίες. Πόσες βουτιές παγωμένες. Αλλά ξέρεις κάτι; Εκεί που είχα εθιστεί στην προβλεψιμότητα της βουτιάς μου, βγήκε ήλιος. Αλήθεια στο λέω. Ήλιος. Ακατανόητα ζεστός για τα δεδομένα μου. Αιφνιδιάστηκα. Και είχα συνηθίσει να καταδύομαι στον φόβο μου. Τώρα, ο πάγος έλιωσε. Καλοκαιριάτικο παγωτό εκτεθειμένο στη ζέστη. Αν φοβήθηκα; Λιγάκι. Το ξεπέρασα. Είμαι άνθρωπος ξέρεις. Είμαι ρυθμισμένη να ξεπερνάω τα αδυσώπητα ραπίσματα. Και τότε άρχισα να χορεύω. Χορός μανιασμένος. Εκστατικός. Να σου πω τι γιόρταζα; Το ότι ήμουν ζωντανή. Ναι, τετριμμένη σκέψη όμως τότε το κατάλαβα. Εθισμοί, εμμονές, αγάπες, όλα έμοιαζαν λιγότερο σημαντικά. Ήταν αναγκαία για την εξέλιξή μου, όμως κουνούσα τα χέρια μου. Ήμουν ζωντανή. Αυτό ήταν σημαντικότερο. Τα κουνάω ακόμη. Πίνω νερό. Τσαλακώνω την κουβέρτα μου. Ακουμπάω το πρόσωπό μου. Γράφω. Χτενίζω τα μαλλιά μου. Υπάρχω. Ακόμα βέβαια είμαι έρμαιο της αιώνιας διαμάχης. «Πεθαίνω» για να ζήσω ή ζω για να πεθάνω; Θα ζήσω. Με την όποια ηθική μου. Με το όποιο κόστος. Με τα ζουμπούλια στο βάζο να με καλημερίζουν κάθε πρωί. Θα καλλιεργήσω την ύπαρξή μου. Θα την συντηρήσω. Κι ας μη με μάθανε πώς. Εγώ θα τον βρω τον δρόμο. Έχω πείσμα ξέρεις. Το πτυχίο της ζωής θα το ψαρέψω στον βούρκο. Μην υποτιμάς τον βούρκο. Είναι η άλλη όψη. Ο προθάλαμος της ευδαιμονίας. Τα τζιτζίκια έξω απ’ τη σκηνή μου με βγάζουν από τον ειρμό μου. Μα δεν εκτροχιάζομαι. Η κάθε λεπτομέρεια συνθέτει τον καμβά της ψυχής μου. Ο ήχος. Η γεύση. Το άρωμα. Η απαλή μουτζούρα πάνω στο τετράδιό μου. Η υφή των μαλλιών μου πάνω στα ταπεινά μου δάχτυλα. Τα δάχτυλά μου. Πηγή έμπνευσης. Πόσες νότες παγιδεύτηκαν! Πόσες λέξεις δαμάστηκαν! Πόσες εικόνες πνίχτηκαν στην τέμπερα! Καλλιτεχνικό δεκανίκι. Παυσίλυπο έρεισμα τις ώρες της αντοχής. Της ανοχής. Της ενοχής. Και πέτυχε. Το μόνο αντίδοτο στην πνευματική καχεξία. Και πέτυχε. Η μόνη αλεξίσφαιρη ασπίδα. Πέτυχε. Κι αν με ρωτήσεις τι σκάγια δέχτηκα, ήταν πολλά. Και τα δικά σου είναι πολλά. Πάντα πολλά. Σε κάθε βήμα, ριπή. Σε κάθε ψίθυρο, ομοβροντία. Σε κάθε σιωπή, ικρίωμα. Αλλά σου δίνω ρητή εντολή. Σαφή. Είναι νεροπίστολα. Ποτίζουν το βρεφικό σου δέρμα με φαρμάκι. Ναι, σίγουρα, δεν διαφωνώ. Αλλά η διάτρητη σάρκα σου είναι ψευδαίσθηση. Δεν είσαι θύμα. Δεν έχουμε πόλεμο αγαπητέ νεαρέ. Αξιαγάπητη κοπέλα. Δεν χρειάζεται να ξεπουλάς τη νιότη σου στα χαρακώματα. Κι αν βρέθηκες εδώ κατά λάθος, φύγε. Προλαβαίνεις. Φύγε. Έλα μαζί στη σκηνή μου αλλά φύγε. Φύγε.»