«Η φωνή»

«Με λένε Μαρία. Γιώργο. Ειρήνη. Νίκο. Χριστίνα. Κώστα. Ελένη. Ζω σε μια κλειστοφοβική σκηνή στο όρος agnus Dei. Γύρω υπάρχει η φύση, ακούω τα κύματα της θάλασσας, νιώθω τον ήλιο να περνάει το φτωχικό ύφασμα της σκηνής μου. Μα εγώ έχω κλείσει το φερμουάρ. Δεν θέλω να βγω έξω. Μόνη μου συντροφιά είναι η αγαπημένη μου κόκκινη κουβέρτα, τα τσιγάρα μου, ένα μπουκάλι νερό και ένα ξεφτισμένο τετράδιο. Δεν δουλεύω. Το μόνο που εργάζεται και επεξεργάζεται είναι το μυαλό μου. Αντικείμενο της επεξεργασίας μου είναι η κρισιμότητα της ηλικίας μου. Παραπαίω μεταξύ του δέκα και του είκοσι. Έχω κλειστεί σ’ αυτή τη σκηνή εδώ και λίγα χρόνια. Είναι το κουκούλι μου. Σε λίγα χρόνια θα γίνω πεταλούδα. Για την ώρα είμαι μια άξεστη νύμφη. Τόσο αδαής κι ακαλλιέργητη. Δεν ζω συνειδητά. Ψηλαφώ το σκοτάδι στα τέσσερα. Μονάχη μου παρηγοριά είναι η ζεστή, κόκκινη κουβέρτα μου. Αυτή μου κρατάει συντροφιά τις νύχτες της ατέρμονης διαπραγμάτευσης με τον εαυτό μου. Κρατάω σημειώσεις. Ψιλομουτζουρωμένες οι μισές. Συνήθως σβήνω με μανία αυτά που γράφω. Δεν βγάζουν νόημα. Αλλά κλείστηκα σ’ αυτή την σκηνή με σκοπό την αυτογνωσία. Δεν θα βγω αν δεν την κατακτήσω. Αρνούμαι να βγω. Ναι, επανάσταση εκ των έσω. Που λες, έχω πολλά να γράψω. Το χέρι μου με πονάει λίγο βέβαια. Πρωτόγονες εξάψεις πάνω στη φτηνή μου σάρκα θα πεις. Έχεις δίκιο. Είμαι λίγο επιθετική τελευταία. Μα δεν με προετοιμάσανε. Δεν μου άνοιξε κανείς την πόρτα για να μου πει «περάστε κυρία μου, θα καθίσετε στο τραπέζι 14, δεξιά, κάτω από την ρέπλικα του Νταλί. Ελπίζω να έχετε μια ευχάριστη διαμονή». Όχι. Με πετάξαν στον τοίχο και με άφησαν να κολυμπήσω στην άγνοια. Δε με προϊδεάσανε. Κι έτσι αναγκάστηκα να στήσω τη σκηνή μου, να πάρω τα βουνά και να σκεφτώ. Και δεν κάνω και τίποτ’ άλλο. Τα βράδια άλλωστε έχω αϋπνίες. Δεν χάνω στιγμή. Ήρθα με σκοπό να αναλογιστώ τα λάθη, τον πόνο, τη γνώση. Ήρθα να μάθω την αλήθεια. Απογυμνωμένη και αποδεσμευμένη από χολές, ντροπές, ροπές και συναφείς ανακρίβειες. Ήρθα να δω την αλήθεια στην πραγματική της διάσταση. Πολλά χρόνια κοιτιέμαι στον ίδιο, μονότονο καθρέφτη. Να ‘ναι ο καθρέφτης του χολ ή του λουνα-παρκ; μαζί του έχουμε μια αλλόκοτη σχέση. Με χλευάζει. Τον βρίζω. Με φοβίζει. Τον σκεπάζω. Με κατακρίνει. Κλαίω. Σύντομα θα τον σπάσω. Είναι η λογική εξέλιξη, η αναμενόμενη πράξη. Το ήξερες ότι θα το έκανα, έτσι δεν είναι; Αυτό που δεν ξέρεις είναι η επόμενη μέρα αφού τον σπάσεις. Εγώ την ξέρω. Θα το κρατήσω μυστικό. Μου αρέσουν τα μυστικά. Με κάνουν πιο μυστηριώδη λένε. Όμως τι έλεγα; Δεν μ’ αρέσει να ξεφεύγω από το θέμα. Θα μου πεις όμως, ένα είναι το θέμα: ο εαυτός σου. Πέρασα δύσκολα, αυτή είναι η αλήθεια. Πέρασα τα χρόνια που φύγαν μπαντάροντας τη νιότη μου. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσους επιδέσμους χρησιμοποίησα. Πόσα τουρνικέ. Πόσο μόχθο να ιάσω τη πνευματική σήψη που προκάλεσαν. Πάντα οι άλλοι προκαλούν όταν έχεις τα χρόνια μου. Εσύ πάντα αμύνεσαι. Και άλλοι επιτίθενται αμυντικά απ’ την πλευρά τους. Αριστοτελικό μέσον το δίκιο. Δεν είναι εύκολο να χτίζεις την προσωπικότητά σου. Είναι επίπονο και αυτοκαταστροφικό. Πρέπει πάση θυσία να γίνεις μυθικός Φοίνικας. Να αναγεννηθείς από τις στάχτες σου. Αυτή είναι η ουσία της φάσης που διανύω. Να παίξω με τα όριά μου, να ταλαντεύσω τα σχοινιά της ακροβασίας μου, να γίνω κομμάτια και να ανασυντεθώ. Είναι η βουτιά σε μια απέραντη θάλασσα Αγιασμού. Ανάβω ένα τσιγάρο. Πολλά σκέφτηκα. Και θα σκεφτώ κι άλλα. Δεν θα σταματήσω να σκέφτομαι. Αν ποτέ σταματήσω θα με έχουνε σταυρώσει και θα έχουν φτύσει στο φρεσκοβρεγμένο χώμα που ακουμπάει ο ιερός μου πάσσαλος. Αλλά θα τα πω. Είναι η φάση που πρέπει όλα να βγουν από μέσα μου. Που λες αγαπητό ημερολόγιο, μεγαλώνω. Ελίσσομαι και εξελίσσομαι. Υπάρχω και συνυπάρχω. Μια ακατάπαυστη ροή ενέργειας κλυδωνίζει το Είναι μου. Το αίμα μου γίνεται πυρηνική αντίδραση. Ναι είμαι κάπως νευρική τελευταία. Το πρόσεξες; Δεν θέλω που φωνάζω. Τυλίγω τις φοβίες μου με μια ζωώδη οργή. Ενστικτώδη. Αλλά δεν με έμαθε κανείς πώς να χειριστώ την εφηβική μου λύπη. Πώς να φιμώσω τις ιαχές που ξετρυπώνουν απ’ το στεγνό μου λαρύγγι. Αν πρέπει. Αν αξίζει. Αν θέλω. Σε λίγο θα σκοτεινιάσει. Θα ξαπλώσω πάνω στη ζεστή μου κουβέρτα και ξέρεις τι θα ονειρευτώ; Στάλες της βροχής πάνω στο τζάμι ένα χειμωνιάτικο σύθαμπο. Δάκρυα φυλαγμένα, κρυμμένα στο σεντούκι της γιαγιάς. Θα κλείσω τα μάτια και θα γίνω αυτό που φοβάμαι. Θα γίνω αυτό που δεν τολμώ να παραδεχτώ. Θα γίνω η αλήθεια που θα ενσαρκωθεί και θα τρέξει ξοπίσω μου. Λες να με πιάσει; Τι να κάνω; Να φοβηθώ; Να χαρώ; Να την αφήσω να με αγγίξει; Τα μαλλιά μου εφάπτονται στην αγαπημένη μου κουβέρτα. Η οροφή της σκηνής μου γίνεται το τέλος του οπτικού μου πεδίου. Πίσω απ’ αυτό είναι τ’ αστέρια. Αν απλώσω το χέρι μου θ’ ακουμπήσω την οροφή. Θ’ ακουμπήσω τ’ αστέρια; Άλλη μια νύχτα μοναξιάς. Συλλογισμού. Εγώ κι ο εαυτός μου. Ο εαυτός μου κι εγώ. Εμείς και οι σκέψεις μας. Θα τα πούμε και πάλι σαν φίλοι απ’ τα παλιά. Δεν ξέρεις πόσες ιστορίες έχω να εξιστορήσω. Θα τρόμαζες ίσως. Μα θα τρομάξεις ούτως ή άλλως. Και πρέπει. Θα πρέπει να βιώσεις το κάθε συναίσθημα. Ξεχωριστά. Καινούργιο μπαχάρι στη συλλογή σου. Θα μάθεις να ταξινομείς τους φόβους σου. Να εξισορροπείς τη χαρά σου. Να γίνεσαι χαμαιλέοντας. Να προσαρμόζεσαι. Μα θα έχεις πάντα μια σκηνή. Πάντα ένα δωμάτιο με αφρολέξ. Πάντα θα επιπλέεις σε αμνιακό υγρό. Σε μπερδεύω πολυαγαπημένε μου εαυτέ, το ξέρω. Μα μαζί ζήσαμε τόσα. Τα ξέχασες; Τα βράδια στο γδαρμένο παγκάκι. Τα όνειρα κάτω από την καλοκαιριάτικη σελήνη. Το ποπ-κορν που πέταξες κατά λάθος στο χαλί. Όνειρα πολλά. Όνειρα γλυκά. Το μολύβι μου σπάει. Νομίζεις ότι θα με σταματήσει; Έχω κι άλλο. Συνεχίζω. Δεν σταματώ. Γράφω για τα χθεσινά. Τα τωρινά. Ίσως και τα μελλούμενα. Οι γρατζουνιές στο λαιμό μου θα είναι πάντα εκεί. Και πάντα θα μου θυμίζουν την βαριά ανηφόρα. Θα την ανέβω. Θα την κατακτήσω. Το ξέρω. Μπορεί να σκοντάψω. Μπορεί να γδαρθώ στις αιχμηρές πέτρες. Μα οι αμυχές μου θα είναι γλυκές. Θα τις μετρήσω στο τέλος. Αν έχω πολλές θα είμαι σοφή. Και έχω. Και είμαι. Μπορεί να με δεις να κλαίω. Θα συλλογιέμαι το ναρκοθετημένο μου μέλλον. Αλλά θα είναι κίβδηλη εικόνα. Όραμα. Μη πραγματικό. Το μέλλον είναι άυλο. Δεν υπάρχει. Είναι η εξέλιξη του παρόντος. Κι αυτά στο μυαλό σου; Ελπίδες. Διψούν για μετενσάρκωση. Και θα ‘ρθει. Αν όχι σε λίγο, αργότερα. Ίσως αργήσει. Θα ‘ρθει. Ξέρεις πόσο περίμενα μικρό μου μολύβι; Καιρό. Χρόνια. Έκανα πατινάζ στον πάγο. Και έσπαγε. Πόσες ψυχρολουσίες. Πόσες βουτιές παγωμένες. Αλλά ξέρεις κάτι; Εκεί που είχα εθιστεί στην προβλεψιμότητα της βουτιάς μου, βγήκε ήλιος. Αλήθεια στο λέω. Ήλιος. Ακατανόητα ζεστός για τα δεδομένα μου. Αιφνιδιάστηκα. Και είχα συνηθίσει να καταδύομαι στον φόβο μου. Τώρα, ο πάγος έλιωσε. Καλοκαιριάτικο παγωτό εκτεθειμένο στη ζέστη. Αν φοβήθηκα; Λιγάκι. Το ξεπέρασα. Είμαι άνθρωπος ξέρεις. Είμαι ρυθμισμένη να ξεπερνάω τα αδυσώπητα ραπίσματα. Και τότε άρχισα να χορεύω. Χορός μανιασμένος. Εκστατικός. Να σου πω τι γιόρταζα; Το ότι ήμουν ζωντανή. Ναι, τετριμμένη σκέψη όμως τότε το κατάλαβα. Εθισμοί, εμμονές, αγάπες, όλα έμοιαζαν λιγότερο σημαντικά. Ήταν αναγκαία για την εξέλιξή μου, όμως κουνούσα τα χέρια μου. Ήμουν ζωντανή. Αυτό ήταν σημαντικότερο. Τα κουνάω ακόμη. Πίνω νερό. Τσαλακώνω την κουβέρτα μου. Ακουμπάω το πρόσωπό μου. Γράφω. Χτενίζω τα μαλλιά μου. Υπάρχω. Ακόμα βέβαια είμαι έρμαιο της αιώνιας διαμάχης. «Πεθαίνω» για να ζήσω ή ζω για να πεθάνω; Θα ζήσω. Με την όποια ηθική μου. Με το όποιο κόστος. Με τα ζουμπούλια στο βάζο να με καλημερίζουν κάθε πρωί. Θα καλλιεργήσω την ύπαρξή μου. Θα την συντηρήσω. Κι ας μη με μάθανε πώς. Εγώ θα τον βρω τον δρόμο. Έχω πείσμα ξέρεις. Το πτυχίο της ζωής θα το ψαρέψω στον βούρκο. Μην υποτιμάς τον βούρκο. Είναι η άλλη όψη. Ο προθάλαμος της ευδαιμονίας. Τα τζιτζίκια έξω απ’ τη σκηνή μου με βγάζουν από τον ειρμό μου. Μα δεν εκτροχιάζομαι. Η κάθε λεπτομέρεια συνθέτει τον καμβά της ψυχής μου. Ο ήχος. Η γεύση. Το άρωμα. Η απαλή μουτζούρα πάνω στο τετράδιό μου. Η υφή των μαλλιών μου πάνω στα ταπεινά μου δάχτυλα. Τα δάχτυλά μου. Πηγή έμπνευσης. Πόσες νότες παγιδεύτηκαν! Πόσες λέξεις δαμάστηκαν! Πόσες εικόνες πνίχτηκαν στην τέμπερα! Καλλιτεχνικό δεκανίκι. Παυσίλυπο έρεισμα τις ώρες της αντοχής. Της ανοχής. Της ενοχής. Και πέτυχε. Το μόνο αντίδοτο στην πνευματική καχεξία. Και πέτυχε. Η μόνη αλεξίσφαιρη ασπίδα. Πέτυχε. Κι αν με ρωτήσεις τι σκάγια δέχτηκα, ήταν πολλά. Και τα δικά σου είναι πολλά. Πάντα πολλά. Σε κάθε βήμα, ριπή. Σε κάθε ψίθυρο, ομοβροντία. Σε κάθε σιωπή, ικρίωμα. Αλλά σου δίνω ρητή εντολή. Σαφή. Είναι νεροπίστολα. Ποτίζουν το βρεφικό σου δέρμα με φαρμάκι. Ναι, σίγουρα, δεν διαφωνώ. Αλλά η διάτρητη σάρκα σου είναι ψευδαίσθηση. Δεν είσαι θύμα. Δεν έχουμε πόλεμο αγαπητέ νεαρέ. Αξιαγάπητη κοπέλα. Δεν χρειάζεται να ξεπουλάς τη νιότη σου στα χαρακώματα. Κι αν βρέθηκες εδώ κατά λάθος, φύγε. Προλαβαίνεις. Φύγε. Έλα μαζί στη σκηνή μου αλλά φύγε. Φύγε.»

Δεν υπάρχουν σχόλια: