«Το πέρασμα»

Σαν χτες βράδυ ήταν. Νύχτα υγρή και παράδοξη. Μια παράξενη δύναμη που αφυπνίζει το Είναι σου τα κρύα βράδια. Εκείνη που ταρακουνάει την φευγαλέα σου ύπαρξη και σου θυμίζει τη θνητότητά της. Σαν χτες βράδυ ήταν. Τότε. Τότε που ήμουν ημι-άνθρωπος. Με την πρύμνη ν’ ακουμπά τις παιδικές μου κούκλες και την πλώρη ν’ αγγίζει αδέξια ένα πρόπλασμα φαλλού. Δεν ήμουν γυναίκα, όχι ακόμη. Ήμουν ημιτελής, ημιμαθής, ημικοπέλα. Περπατούσα στο μονοπάτι με τα χάλκινα αγάλματα. Δεν είχα σεντόνι να κρύψω τη γύμνια μου. Τα στήθη μου σαν κακοήθη καρκινώματα με έκαιγαν. Τα μισούσα! Ένα σφάγιο ήμουν, παραπεταμένο στον πάγκο του χασάπη. Ακίνητη. Αγέλαστη. Άκαμπτη. Πέρα ως πέρα. Και με κοιτούσαν. Και με δείχναν. Με τα μάτια της αμάθειας και της κατάκρισης κοιτούσαν. Μάτια σουβλερά. Σαν ένεση καρφωμένη στο μπράτσο του ημιθανούς ναρκομανή. Πόσο τσούξιμο! Πονούσα. Αλλά παρέμενα άκαμπτη. Μόνο τα μάτια μου κινούνταν κι αυτά σε συγκεκριμένη ρότα. Ευθεία. Ευθεία. Ποτέ ματιά αριστερά ή δεξιά. Ευθεία. Φοβόμουν την εκάστοτε γωνία που θα με κοίταζαν τα σουβλερά τους μάτια. Περπάταγα μην έχοντας να ζηλέψω τίποτα απ’ την ακινησία ενός αγάλματος. Όχι χάρις, ούτε καλαισθησία, μήτε αρμονία στα μέλη μου. Αμφίβολη ύπαρξη, απλή αποποίηση ύπαρξης, αυτό ήμουν! Περπάταγα στο δάσος. Τα πάντα με φόβιζαν, το φως χροιά θανάτου. Τα τιτιβίσματα παράταιρα καγχάσματα, ριζωμένα βαθιά στο τύμπανο του αυτιού μου. Ο κάθε ήχος απειλή, το κάθε βήμα νάρκη. Αυτή ήμουν. Αυτό. Ένα φοβισμένο πλάσμα γατζωμένο στον φόβο. Τσιγκελωμένο αρνί την Κυριακή του Πάσχα. Τα κοιτάγματα των άλλων απλά κατάγματα. Ανάπηρη καρδιά, πεσμένη σε κώμα, την μέρα μάλιστα που απεργούσαν οι γιατροί! Το τρίπτυχο της ειρωνείας! Ποιος ν’ αγαπήσει κάποιον που μισεί τον ίδιο του τον εαυτό; Και γιατί να το κάνει άλλωστε; Συνέχιζα να περπατάω. Με το κεφάλι στην άμμο. Χωμένο βαθιά. Καμία άμυνα, καμιά αντίσταση, καμιά προσπάθεια. Μόνο αδέξιες νυχιές πάνω στο σώμα που μισούσα. Στο πρόσωπο που χλευάστηκε. Στη θηλυκότητα που βιάστηκε τόσο άγρια. Οι προβολείς ήταν όλοι πάνω μου. Όχι απαλό κίτρινο φως από το κομψό φωτιστικό που έχεις σπίτι σου, όχι αυτό! Τους άλλους προβολείς, του χειρουργείου. Λιποθυμούσα στο φορείο κι εκείνοι άναβαν τα φώτα. Όχι για να με γιατρέψουν. Για να με τρομάξουν. Για να εξετάσουν τις πληγές μου και να ξεσπάσουν σ’ εκείνο το τρομακτικό γέλιο που στοιχειώνει ακόμα τα όνειρά μου κάποια χειμωνιάτικα βράδια. Αυτή η καυτερή τους ανάσα πάνω στο λαιμό μου. Εκείνο το γέλιο που εγγράφηκε κάπου βαθιά στο ασυνείδητο και δεν ξεχάστηκε ποτέ. Στήθηκε μαυσωλείο και τιμήθηκε. Τιμή και δόξα στην νοσηρή ανάμνηση! Άγουρα πρώιμα νιάτα μου, πόσο σας πρόδωσα! Πόσο σας μίσησα! Πόσο με μισήσατε κι εσείς! Μέσα στη σιωπή μου συνέχισα να περπατάω, παραδόξως δεν σταμάτησα ποτέ να περπατάω. Προσδοκούσα είτε τον κακό λύκο είτε τον καλό πρίγκιπα στο κάθε βήμα. Στο μεταξύ είχα προχωρήσει πολύ. Είχα αρχίσει να κοιτάω τα τραύματά μου. Οι φωνές είχαν αρχίσει να ξεμακραίνουν. Μόνο η ηχώ τους με καταδίωκε πλέον. Δοκίμασα τα πάντα. Οτιδήποτε για να φέρω την πολυπόθητη άνοιξη στην καρδιά μου. Βουτήχτηκα σε χάπια, σε ματωμένες λεπίδες, σε βιβλία, σε ψυχοθεραπείες, σε εναλλακτικές πρακτικές,σε βαλεριάνα, σε γιόγκα, σε ύπνωση, σε ότι υπήρχε και δεν υπήρχε. Όλα αυτά για να μάθω να βλέπω το σπουργίτι και να μην το νομίζω για γύπα. Να κοιτάω το δέντρο και να μη βλέπω τη σκιά του παρά την λαμπερή ομορφάδα του. Όλα αυτά για να ξυπνάω το πρωί και να λέω ένα ταπεινό ευχαριστώ. Όλα αυτά για να μάθω ν’ αγαπάω το γαμημένο είδωλο του καθρέφτη. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω πότε ήμουν όμορφη. Πάντα οι ψίθυροι στ’ αυτιά δεν μ’ άφηναν. Όσο κι αν ομόρφαινε το είδωλο το μυαλό παρέμενε στην εικόνα του στραπατσαριμένου αγάλματος. Σφαίρα από απόπειρα αυτοκτονίας κολλημένη στο μυαλό μου. Δοκίμασα τα πάντα για να την βγάλω. Τόσο δύσκολο. Συνέχιζα να βλέπω παντού σκιές. Σε κάθε βλέμμα, κάθε βήμα, κάθε άγγιγμα. Όσο καλοπροαίρετο κι αν ήταν. Ωστόσο κάτι είχε αρχίζει ν’ αλλάζει. Μια μικρή σπίθα που είχε αρχίσει να σιγοκαίει στα σπλάχνα μου σιγά σιγά φούντωνε. Μια δύναμη μέσα μου με έσπρωχνε στη δράση. Σι ωπηρή δράση ακόμα, ελαφρώς ανάπηρη αλλά με έσπρωχνε. Συνέχιζα να μισώ την εμφάνισή μου αλλά οι φωνές εξασθενούσαν. Έκλαιγα κάποιες φορές αλλά κάτι μου έλεγε ότι έπρεπε να συνεχίσω. Σιωπηλός αγώνας. Ακόμη περπάταγα! Κούτσαινα λίγο αλλά είχα αρχίσει να ρίχνω το υλικό μου ένδυμα στο έδαφος και να κάνω δειλά βήματα προς την αναγέννηση. Ακαμψία ακόμη αλλά και μερικά ρινίσματα ελπίδας. Ναι, υπήρχε ελπίδα! Εκεί, στα τρίσβαθα της κόλασης βρέθηκε ένας ανθός λωτού που μου έδωσε ελπίδα. Και κάπου εκεί τέλειωσε ο δρόμος. Είχε κοπεί. Καμία γέφυρα να τον ενώνει με τον υπόλοιπο δρόμο. Κοίταξα κάτω, μαύρο σκοτάδι, άβυσσος που ποιος ξέρει πού τελείωνε! Έπρεπε όμως να πάρω μια απόφαση ζωής ή θανάτου, ή θα πηδούσα και θα έφτανα στην άλλη άκρη ή θα γύριζα πίσω, στην λύπη και την αυτοκαταστροφή. Πολλές σκέψεις τρεμόπαιξαν στο κεφάλι μου. Τι φοβόμουν περισσότερο; να γυρίσω πίσω; να πέσω και να χαθώ στην άβυσσο που μεσολαβούσε ή να πάρω το ρίσκο και ν’ ανακαλύψω τι υπάρχει στο υπόλοιπο του δρόμου; Είναι η στιγμή που η ζωή σου περνά σα ταινία μπροστά απ’ τα μάτια σου, ένα γρήγορο backwards και πρέπει να πάρεις μια κρίσιμη απόφαση άμεσα. Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω το γιατί, δεν ξέρω γιατί δεν με σκιάξαν πάλι τα τέρατα όμως πήρα φόρα και πήδηξα. Κι ενώ πετούσα πάνω απ’ το κενό που ήταν μεταξύ των δύο δρόμων ξαφνικά τα πάντα πάγωσαν. Έμεινα να αιωρούμαι μεταξύ του χτες και του αύριο. Κοίταξα ψηλά και για πρώτη φορά είδα τα χιλιάδες αστέρια που είχαν κατακλύσει τον ουρανό. Ποτέ άλλοτε δεν είχα τολμήσει να σηκώσω ψηλά τα μάτια. Και τότε με χτύπησε. Μια μαγική λάμψη εξερράγη μέσα στα μάτια μου. Ένα εκτυφλωτικό φως που διέχυσε κάθε μέλος του σώματός μου. Σαν την θεϊκή αύρα που σκεπάζει τους Αγίους της Εκκλησίας. Και κατάλαβα. Άξιζε να πάρω φόρα. Άξιζε το σάλτο μορτάλε. Άξιζε το ρίσκο. Όταν η σκηνή ξεπάγωσε βρέθηκα στην άλλη άκρη του δρόμου. Ένιωσα σαν θύμα τροχαίου που ξυπνά μισοζαλισμένο και συνειδητοποιεί ότι ζει. Κοίταξα πίσω. Ο άλλος δρόμος ήταν ημιφωτισμένος, χαμένος στη σκιά του. Στην άκρη του έστεκαν τα φαντάσματα με τα περίστροφα που με κυνηγούσαν τόσα χρόνια. Όμως το ήξερα, δεν θα έπαιρναν το ρίσκο να πηδήξουν απέναντι γιατί πάω στοίχημα τα λεφτά του κουμπαρά μου ότι θα τα κατάπινε η χαράδρα. Ο δρόμος που πατούσα τώρα ήταν διαφορετικός. Το τοπίο ήταν ποτισμένο με μια αραχνοϋφαντη ομίχλη λουσμένη στο φως. Παντού φως και γρασίδι. Έπιασα το σώμα μου. Ήταν ντυμένο με ένα σατέν άσπρο φόρεμα. Τόσο απαλό στο άγγιγμα. Το ίδιο και τα μαλλιά μου. Και το πρόσωπό μου. Ό,τι μισούσα είχε πια μια απαλή υφή. Δεν με πλήγωνε πια, ούτε με τρόμαζε. Χαμογέλασα. Όχι ψεύτικα μειδιάματα, ούτε επιφυλακτικά, αγνά ατόφια χαμόγελα πλημμύρισαν το πρόσωπό μου. Μόλις είχα πετάξει το προσωπείο μου και το τσαλαπατούσα. Το έκανα κομμάτια. Άρχισα πάλι να περπατάω. Ευχές και γούρια άρχισαν να επιπλέουν στις φλέβες μου. Μελίρρυτες φωνές σειρήνων μ’ έκαναν να νιώθω ασφαλής. Για πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό στη ναφθαλίνη. Και τότε άρχισα τις πιρουέτες. Άρχισα να προσδίδω χάρη στην κάθε μου κίνηση. Το σώμα μου ξυπνούσε από την λήθη του. Ετεροχρονισμένος οργασμός μιας εποχής που χάθηκε. Όμως και η ωραία κοιμωμένη όσα χρόνια κι αν κοιμήθηκε, όσο κι αν μπήκε βαθιά το αδράχτι της εφηβείας, ξύπνησε! Τώρα ο κόσμος μου ήταν ένα κατακκόκινο ρόδι, βροχή από σπόρους ροδιού χάιδευε το κεφάλι μου, πηγές με αναβλύζον φως ξέπλεναν την υποτιθέμενη αμαρτία του δέρματός μου. Υπήρχαν ακόμη δράκοι, όμως οι άμυνες μου είχαν επιτέλους φρεσκαριστεί, το κεφάλι μου δεν ήταν χωμένο στην άμμο παρά κοίταζε τα εκατοντάδες αστέρια τ’ ουρανού. Το ταξίδι ήταν ακόμη μακρύ αλλά άξιζε το ρίσκο. Η φαυλότητα και η αγνότητα είναι στα μάτια, εμείς επιλέγουμε με ποιον τρόπο θέλουμε να κοιτάξουμε τον κόσμο. ΕΜΕΙΣ.

3 σχόλια:

Χαζοπούλι είπε...

Πιστεύω ότι αυτό το πέρασμα όλοι πρέπει να το ζήσουμε,με στόχο την ανεύρεση του δικού μας δρόμου.Πολύ όμορφο!!!

Eleni P. είπε...

νόμιζα πως ήμουν μόνη - πάντα να έχεις υγεία και αγάπη στο κορμί και στην ψυχή σου. το μόνο που μετράει είναι η δύναμη να προχωρούμε. η αγάπη που κρύβεται μέσα σε αυτή τη δύναμη. όσα χρόνια κι αν περάσουν είμαστε όλοι εν δυνάμει τα ίδια αδύναμα παιδιά ΑΛΛΑ και τα ίδια ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΑ όντα!

Helga είπε...

tha ksanagrapsw kati pou to xw oikiopoih8ei pia:) eisai ipersiniditi filenada..antilamvanese ti pragmatikotita tou parontos toso kala.. kai suggrouesai !!
giati ipersiniditotita mazi me evaistisia einai mia pali mesa sou.. xaneis to parwn..ginese olo k pio eswstrefis..kai varas k kamia nevrwsi:)Ksereis na agapas toso kala..alla den ksereis na se agapas! eksaireto blog, omologw taftistika.. eisai k filenada sto mai speis :P tha ta leme