«Πολύφημος»

Η ανάσα μου σκάλωσε πάνω στις σαιξπιρικές σου κολακείες. Που δεν άργησαν να γίνουν σεξπιρικές. Σεξπικρικές. Κι εγώ υπνωτισμένη ακολουθούσα την πλάνη σου. Είχε τόσο γλυκό άρωμα. Όπως το άρωμα μιας μαργαρίτας λίγο πριν ξεψυχήσει κάτω απ’ την μπότα του αγρότη. Αλλά δεν με πείραζε. Μισομαδημένη και τσαλακωμένη πέταξα τα πατημένα μου πέταλα και συνέχιζα να σε πιστεύω. Μια ατελείωτη πάλη, ζάλη, πάλι. Τα τοξικά σου μυθεύματα τα έβλεπα σαν σαπουνόφουσκες που ιριδίζουν κάτω απ’ το χειμωνιάτικο ηλιοβασίλεμα. Έμενα στην μπανιέρα με το υδροκυάνιο για μέρες νομίζοντας πως πλέω σε ποτάμια με παχύρρευστο χρυσάφι. Η τέλεια περιπλάνηση. Η ιδανική παραπλάνηση. Η ηδονική αποπλάνηση. Πάντα μπέρδευα τις προθέσεις. Κι όμως επέμενα να βουλιάζω στον καναπέ μπροστά απ’ την τηλεόραση συγκινημένη από το γλυκανάλατο Love Story. Και δεν γύρισα ποτέ το κεφάλι να δω τον καθρέφτη που μ’ έδειχνε στην ίδια στάση βυθισμένη στην απάθεια μπροστά από μια οθόνη πλημμυρισμένη από παράσιτα. Μαλακό «χιόνι» που κάλυπτε την κρίση μου. Μπαλωμένος φερετζές που έκρυβε την όραση, τη νόηση, την παρανόηση. Κάποιος θα πρέπει να με κάνει να δω. Θα το κάνει;