«Πεσιμιστικόν»

Στριφογύριζε στο δωμάτιο. Ανοιγόκλεινε τις κουρτίνες. Καθόταν στην κουνιστή πολυθρόνα. Κάπνιζε. Το γλυκόξινο ποτό στο ποτήρι γινόταν Θεία Ευχαριστία. Δεν γούσταρε να δει κανέναν σήμερα. Κανένα έμβιο ον. Εκείνη η μέρα ήταν αφιερωμένη στην απόλυτη κενότητα. Τη θλίψη. Τη μιζέρια. Δεν ήθελε καμιά ανθρώπινη φιγούρα. Ένιωθε ότι βυθιζόταν στο σκοτάδι του και έπρεπε να το βιώσει. Με κάθε αίσθηση. Κάθε μυ. Κάθε κύτταρο. Τα μάτια του είχαν την ίδια λάμψη που έχουν οι ταφόπλακες όταν αντανακλάται πάνω τους ο ήλιος που δύει. Λευκό μάρμαρο. Αστραφτερό. Αγνό και νέο. Αλλά νεκρό. Αθόρυβο. Έτσι κι αυτός. Ήταν από εκείνες τις μέρες που τίποτα δεν είχε σημασία. Ούτε ο πρωινός καφές. Ούτε η καλοπροαίρετη καλημέρα. Ούτε το περπάτημα. Ούτε καν η αναπνοή του. Σήμερα είχε το δικαίωμα να μιζεριάσει. Ν’ αυτολυπηθεί. Να καταραστεί. Να θυμώσει. Να αφήσει την αρνητικότητα να ποτίσει κάθε ζωτικό του όργανο. Σήμερα ήταν η μέρα που τ’ απλά γίνονταν πολύπλοκα. Τα άλλοτε εύκολα δύσκολα. Το νερό του πρωινού μπάνιου ήταν σα να έσταζε πάνω σε άγαλμα. Καμία απορρόφηση. Οι πόροι του απεργούσαν. Τα πάντα απεργούσαν. Οι πνεύμονες. Το μυαλό. Η καρδιά. Επιστρέφω σε 10'.

Δεν υπάρχουν σχόλια: