«Ομερτά»

Ήταν νευρικός. Κάπνιζε. Καθισμένος στις κερκίδες του σχολείου. Δεν ήταν φίλος μου. Δεν τον ήξερα. Μια σκια στην άκρη του ματιού μου ήταν απλώς. Μοναχικός. Εσωστρεφής. Καλλιτέχνης. Και βαθιά πληγωμένος. Ο χρόνος δεν τον άγγιζε. Μονάχα οι λέξεις των συμμαθητών. Που έκανε πως δεν τις άκουγε. Τις ξόρκιζε με το θυμιατό των lucky strike. Έκανα πως δεν έβλεπα. Έκανα πως δεν καταλάβαινα. Άτυπη ομερτά. Οι γρατζουνιές στην καρδιά του ήταν προσωπικό του θέμα άλλωστε. Δεν με αφορούσαν. Εγώ χαμογελούσα. Χαχάνιζα με τις φίλες μου. Έτρεχα στο προαύλιο. Συμμετείχα στην τάξη. Αλλά εκείνος παρέμενε πάντα προκλητικά σιωπηλός. Δεν διαμαρτυρόταν. Δεν φώναζε. Γάζωνε τα ξηλωμένα του όνειρα με ευπρέπεια. Μπάλωνε τις νύχτες το θυμό του για να μην τον δουν. Κι εκείνοι συνέχιζαν να ευτελίζουν την ευφυϊα του τα πρωινά. Ανίεροι τραμπούκοι. Κι εκείνος συνέχιζε να φτύνει τη μετριότητά τους. Μεγάλο τίμημα. Ώσπου τη μέρα που ανθίσαν οι ορχιδέες δεν ήρθε σχολείο. Έφυγε. Και τότε είδα. Ένα παρθενικά αγνό φως έλουσε τις ενοχές μου. Είδα. Τις ψυχικές ασέλγειες. Τα σημάδια της σάρκας. Το νοητικό τεμαχισμό. Έφυγε. Και πήρα όρκο. Δεν θα ξανάκλεινα ποτέ τα μάτια. Ο Χ. θα ήταν το τελευταίο θύμα. Έμαθες;

Δεν υπάρχουν σχόλια: